Πώς στήθηκε η μεγάλη απάτη με τα αυτοκίνητα – φαντάσματα από δήθεν λογιστές- Βίντεο από έφοδο της ΕΛ.ΑΣ.
Τα θύματα έβλεπαν ευκαιρία για να αποκτήσουν το ΙΧ της αρεσκείας τους σε τιμές κάτω του κόστουςΜία από τις μεγαλύτερες απάτες που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια έφερε στο φως η εξάρθρωση από την ΕΛ.ΑΣ. πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης, η οποία χρησιμοποιούσε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες για να αποσπάσει χρήματα από ανυποψίαστους πολίτες.
Με ένα καλοσχεδιασμένο και ευέλικτο σχέδιο δράσης, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά από δεκάδες θύματα, δημιουργώντας ψεύτικες αγγελίες για οχήματα που δεν υπήρχαν ποτέ. Η δικογραφία που σχηματίστηκε αποκαλύπτει μια πρωτοφανή οργάνωση, που εκμεταλλευόταν τις αδυναμίες των διαδικτυακών αγορών και την έλλειψη αυστηρών ελέγχων.
Πώς δρούσαν
Η εγκληματική ομάδα όπως δημοσιεύει το protothema.gr, η οποία αποτελείτο από τουλάχιστον δέκα μέλη, δρούσε με συστηματικό τρόπο, εστιάζοντας στις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος και της διαδικτυακής επικοινωνίας. Οι πρώτες καταγγελίες έφτασαν στις αρχές το 2022, όταν θύματα ανέφεραν ότι είχαν καταθέσει προκαταβολές για την αγορά οχημάτων που δεν παραδόθηκαν ποτέ. Μετά από εκτεταμένες έρευνες, αποκαλύφθηκε ότι οι δράστες είχαν αναπτύξει μια ευέλικτη μεθοδολογία, που προσαρμοζόταν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές, όπως τα επιδόματα ή τις επιδοτήσεις.
Η βασική μέθοδος δράσης τους περιλάμβανε τη δημοσίευση ψεύτικων αγγελιών για την πώληση αυτοκινήτων, μηχανημάτων έργου και αγροτικών οχημάτων σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Οι αγγελίες αυτές, δημοσιευμένες σε πλατφόρμες όπως το Facebook Marketplace, είχαν στόχο να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αγοραστών, οι οποίοι έβλεπαν μια σπάνια ευκαιρία για την απόκτηση οχημάτων σε τιμές πολύ κάτω του κόστους. Με το πρόσχημα της κράτησης του οχήματος για να μην πωληθεί σε άλλον, τα μέλη της οργάνωσης απαιτούσαν προκαταβολές από τα θύματά τους.
Οι προκαταβολές κατατίθεντο σε τραπεζικούς λογαριασμούς που ανήκαν σε τρίτα πρόσωπα, γνωστά ως “mules” ή “μουλάρια”. Αυτά τα άτομα παραχωρούσαν τους λογαριασμούς τους έναντι αμοιβής, συνήθως μεταξύ 300 και 800 ευρώ. Σε περίπτωση που ένας λογαριασμός εντοπιζόταν από τις αρχές ή μπλοκαριζόταν από την τράπεζα, η οργάνωση προχωρούσε στην άμεση αντικατάστασή του με νέο, συνεχίζοντας αδιάλειπτα τη δράση της.
Οι δράστες δεν σταματούσαν εκεί. Σε περιπτώσεις όπου τα θύματα εξέφραζαν δυσπιστία, χρησιμοποιούσαν πλαστά αποδεικτικά κατάθεσης χρημάτων για να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη τους. Ζητούσαν από τα θύματα να τους δώσουν τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού (IBAN) με το πρόσχημα ότι θα επιστρέψουν τα χρήματα που είχαν ήδη καταθέσει. Στη συνέχεια, έστελναν πλαστά αποδεικτικά κατάθεσης, δημιουργώντας την εντύπωση ότι τα χρήματα είχαν επιστραφεί. Η οργάνωση εκμεταλλευόταν ακόμη και την καθυστέρηση που υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα για τη διεκπεραίωση διατραπεζικών συναλλαγών, γνωστή ως “valeur”, ώστε να πείσει τα θύματα ότι η συναλλαγή βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η χρήση των διαδικτυακών πλατφορμών έπαιζε κεντρικό ρόλο στη δράση της οργάνωσης. Τα μέλη της εκμεταλλεύονταν την ανωνυμία που παρέχουν πλατφόρμες όπως το Facebook Marketplace, δημιουργώντας προφίλ και δημοσιεύοντας αγγελίες που φαίνονταν απόλυτα αληθοφανείς. Συχνά χρησιμοποιούσαν στοιχεία υπαρκτών επιχειρήσεων, ώστε να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, έστελναν φωτοαντίγραφα από άδειες κυκλοφορίας οχημάτων ή έγγραφα που σχετίζονταν με τις ψεύτικες επιχειρήσεις τους, κάμπτοντας τις αμφιβολίες των θυμάτων.
Η επικοινωνία με τα θύματα γινόταν μέσω τηλεφωνικών συνδέσεων που ήταν προσωρινές και δύσκολο να εντοπιστούν, καθώς και μέσω εφαρμογών όπως το Messenger και το Viber. Με αυτόν τον τρόπο, τα μέλη της οργάνωσης εξασφάλιζαν την ανωνυμία τους, ενώ, μόλις ολοκληρωνόταν η απάτη, σταματούσαν κάθε επικοινωνία, εξαφανίζοντας τα ίχνη τους.
Οι δράστες δεν περιορίζονταν μόνο στη δημιουργία ψεύτικων αγγελιών. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρακολουθούσαν προσεκτικά την αγορά και τις εξελίξεις, προσαρμόζοντας τις μεθόδους τους ανάλογα με τις συνθήκες. Για παράδειγμα, εκμεταλλεύονταν κυβερνητικές εξαγγελίες για επιδοτήσεις ή οικονομικές ενισχύσεις, ώστε να προσελκύσουν περισσότερα θύματα. Το γεγονός ότι οι αγοραστές συχνά διέθεταν μεγάλα χρηματικά ποσά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, καθώς ενδιαφέρονταν για την αγορά οχημάτων ή μηχανημάτων, καθιστούσε τα θύματα ιδανικούς στόχους για την οργάνωση