Πώς δρούσε η οργάνωση
Τα αρχηγικά μέλη προσέγγιζαν καταστηματάρχες, κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία με σκοπό να αποφύγουν διοικητικές παραβάσεις.
Κατ’ εντολή των αρχηγών, οι υπάλληλοι διενεργούσαν στοχευμένους ελέγχους στα εν λόγω καταστήματα, προκειμένου να εξαναγκαστούν να υποκύψουν στις εκβιάσεις.
Οι υπάλληλοι έδιναν πληροφορίες σχετικά με επικείμενους ελέγχους καταστημάτων, στους αρχηγούς, οι οποίοι στη συνέχεια ενημέρωναν τους καταστηματάρχες για να είναι προετοιμασμένοι.
Οι υπάλληλοι λάμβαναν χρήματα προκειμένου να παραβλέπουν παραβάσεις, καθώς και για να βεβαιώνουν ψευδή γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν μετέβαιναν για τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων και συνέτασσαν ψευδή έγγραφα.
Μάλιστα, οι αρχηγοί κατηύθυναν τους υπαλλήλους για στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα, καθώς και για τη βεβαίωση συγκεκριμένων παραβάσεων σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο οι καταστηματάρχες εξαναγκάζονταν να απευθυνθούν στην οργάνωση, προκειμένου να προστατευτούν, καταβάλλοντας χρήματα.
Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων δεν δέχονταν την προστασία που τους παρείχε η οργάνωση, δέχονταν απειλές ότι θα υπόκεινται σε ελέγχους δημοτικών Αρχών και θα τους «έκοβαν» διοικητικά πρόστιμα.
Τα μέλη, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση τους, λάμβαναν μέτρα προστασίας, με τις συναντήσεις τους (μεταξύ τους ή με τους καταστηματάρχες) και τις δωροληψίες να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένους χώρους, ενώ οι επικοινωνίες τους πραγματοποιούνταν μέσω διαδικτυακών εφαρμογών με αυστηρά μέτρα προστασίας.
Λεία 700.000 ετησίως
Τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν χρηματικά ποσά που κυμαίνονται από 6.000 έως 16.000 ευρώ ανά έτος, από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, 1.500 ανά έτος από περίπτερα, ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις που έλαβαν αμοιβές από 1.000 έως 35.000 ευρώ για μια παράνομη ενέργεια ή παράλειψη.
Τα ανωτέρω ποσά στη συνέχεια διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα για την παράνομη δράση τους ενδεικτικά λάμβαναν:
- υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας: από 3.000 έως και 6.000 ευρώ ανά κατάστημα, ανά έτος.
- υπάλληλος Υπηρεσιών Δόμησης: από 1.000 έως και 2.500 ευρώ ανά περίπτωση.
- υπάλληλοι Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου: από 250 έως και 2.000 ευρώ ανά περίπτωση.
- υπάλληλοι Υπουργείου Πολιτισμού: από 6.000 έως και 10.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Από τις έως τώρα έρευνες, έχουν διακριβωθεί 47 περιπτώσεις, ενώ το συνολικό όφελος εκτιμάται ότι ξεπερνάει το ποσό των 700.000 ευρώ ανά έτος.
Τι βρέθηκε
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 439.140 ευρώ,
- 26 ρολόγια,
- χρυσή λίρα,
- 19 κινητά,
- 3 φορητοί υπολογιστές,
- 3 σκληροί δίσκοι,
- 7 φυσίγγια,
- σπρέι πιπεριού,
- 96 δισκία αναβολικής ουσίας και
- πλήθος σφραγίδων, υπεύθυνων δηλώσεων και εγγράφων.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.
Η ανακοίνωση του Δήμου Αθηναίων
Με μια ανακοίνωση ο Δήμος Αθηναίων κάνει λόγο για μηδενική ανοχή στη διαφθορά:
«Αναφορικά με την εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν δημοτικοί υπάλληλοι, με δράση τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2023, ξεκαθαρίζουμε ότι η Δημοτική αρχή του Δήμου Αθηναίων επιδεικνύει μηδενική ανοχή σε φαινόμενα διαφθοράς και στη δράση εγκληματικών κυκλωμάτων. Γι’ αυτό, όλο το προηγούμενο διάστημα συνεργάστηκε με τις αρμόδιες αρχές και συνεχίζει να υποστηρίζει το έργο τους με όποιον τρόπο κρίνεται αναγκαίος για την ταχύτερη διαλεύκανση της υπόθεσης. Εξυπακούεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι τίθενται αμέσως σε αργία ενώ θα προχωρήσουν ταυτόχρονα όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου».