Τα όνειρά της εκπληρώνονται, καθώς τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων της εξασφαλίζουν μια θέση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Εύη Γατίδου: Το χρονικό της υπόθεσης
Η προσαρμογή της έγινε γρήγορα. Ανάμεσα στους ανθρώπους που τη βοήθησαν τις πρώτες ημέρες, ήταν ένα ζευγάρι που ανήκε στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία. Η Εύη την επισκεπτόταν συχνά, χωρίς να ενστερνίζεται το πνεύμα της. Απλώς ήταν εξοικειωμένη και δεν το απέρριπτε, δεδομένου ότι συγγενείς της είχαν ασπαστεί το εν λόγω δόγμα. Εντός αυτού του περιβάλλοντος γνώρισε τον Γιώργο Ζ.
«Ο Θεός μού έδειξε εσένα για γυναίκα μου», της είπε. Εκείνη απάντησε με χιούμορ: «Δεν νομίζω ότι έχουμε κάτι κοινό, θα προσευχηθώ κι εγώ στον Θεό για να μου δείξει αν με θέλει για γυναίκα σου».
Προβληματισμένη από τη συμπεριφορά του, η Εύη σταμάτησε να δίνει το «παρών» στην Ελληνική Ευαγγελικη Εκκλησία. Αντίθετα πύκνωσε τις επισκέψεις της στο σπίτι μιας φίλης και συμφοιτήτριας, προκειμένου να αισθάνεται πιο ασφαλής.
Το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου τηλεφωνεί στους γονείς της, αναφέρει ότι είναι καλά και πως θα συνεχίσει τη μελέτη της. Είχε προηγηθεί μία βόλτα στην πόλη. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν η τελευταία της. Μερικές ώρες αργότερα, αφού πια είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά της, ακούει τον ήχο του κουδουνιού. Σηκώνεται και κάνει το μοιραίο λάθος να ανοίξει την πόρτα…
Η ώρα της φρίκης, των καταθέσεων και των παραλείψεων
Οι γονείς δεν ανησύχησαν με το γεγονός ότι την Κυριακή δεν συνομίλησαν μαζί της, διότι συνήθως αυτό συνέβαινε μέρα πάρα μέρα. Το πρωί της Δευτέρας, όμως, η Εύη δεν εμφανίστηκε στο Πανεπιστήμιο για να δώσει το μάθημα που «χρωστούσε». Όταν πια ήρθε η Τρίτη, η καλύτερή της φίλη έφτασε μέχρι την πόρτα της για να τη βρει. Αυτή τη φορά ο ήχος του κουδουνιού δεν συνοδεύθηκε από βήματα εντός της οικίας. Η κοπέλα άφησε ένα σημείωμα, ομοίως και ένας ακόμη φίλος. Της ζητούσαν να επικοινωνήσει.
Την Τετάρτη 1η Οκτωβρίου, η μητέρα της αγνοούμενης κοπέλας αξίωσε από την ιδιοκτήτρια να ανοίξει την πόρτα, αλλά το κλειδί βρίσκει αντίσταση. Ειδοποιείται κλειδαράς, ενώ την ίδια ώρα καταφθάνουν οι φίλοι της. Το θέαμα που αντικρίζουν στο υπνοδωμάτιο, θα τους συνοδεύει για πάντα. Η 21χρονη, γυμνή από τη μέση και πάνω, αφημένη κάθετα στο κρεβάτι της, κατακρεουργημένη μέσα σε λίμνη αίματος… Τα πάντα είναι κόκκινα. Οι τοίχοι, οι κουρτίνες, το πάτωμα…
Η άθικτη μπλούζα και το εσώρουχο βρέθηκαν ανασηκωμένα. Δεν φάνηκε να έχει παλέψει για τη ζωή της. Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι ο δράστης έδωσε 104 μαχαιριές, εκ των οποίων οι 50 στην περιοχή της καρδιάς. Το μένος ήταν πρωτοφανές και απίστευτο.
Οι γονείς ενημέρωσαν άμεσα τις αρχές για την παρενόχληση που δεχόταν η κόρη τους από τον Γιώργο Ζ., ενώ στο αστυνομικό τμήμα της Λάρισας κλήθηκαν πολλοί που γνώριζαν την άτυχη κοπέλα. Ανάμεσά τους και το φιλικό ζευγάρι Ευαγγελιστών. Στην κατάθεσή τους, ο άνδρας και η γυναίκα ανέφεραν ότι το βράδυ μετά τη δολοφονία, ο βασικός ύποπτος τούς επισκέφθηκε και έκανε ερωτήσεις για της τελευταίες κινήσεις της. Παράλληλα, όμως, υποστήριξαν ότι είχε σταματήσει να την ενοχλεί. Μερικές ημέρες πριν από το φονικό, πάντως, είχε επισκεφθεί την Εύη στο διαμέρισμά της και της είχε κάνει πρόταση γάμου.
Ο 26χρονος κλήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση για κατάθεση, αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό λάθος της Αστυνομίας για μία υπόθεση που μπήκε στο αρχείο στις 13 Οκτωβρίου 1999.
Οι γονείς κατήγγειλαν πολλαπλές παραλείψεις και συγκεκριμένα: α) ο χώρος του εγκλήματος δεν εξερευνήθηκε επαρκώς, β) δεν ελήφθη γενετικό υλικό, γ) από το κιβώτιο των πειστηρίων έλειπαν τα ρούχα που βρέθηκε να φορά το θύμα, δ) το θύμα δεν είχε υποβληθεί σε τοξικολογικές εξετάσεις, ε) δεν είχε ερευνηθεί αν ο δράστης είχε επιχειρήσει σεξουαλική συνεύρεση, στ) ο χρόνος θανάτου αμφισβητήθηκε.
Ο φάκελος άνοιξε ξανά, οι ημερομηνίες άλλαξαν τα δεδομένα
Οι τραγικοί γονείς δεν σταματούν να αγωνίζονται για τον εντοπισμό του δράστη. Συλλέγουν μόνοι τους αρκετά στοιχεία και τα παραδίδουν στις αρχές. Η χαροκαμένη μάνα καταθέτει στην Εισαγγελία Εφετών Λάρισας και ο φάκελος ξανανοίγει το 2003. Δυο χρόνια νωρίτερα, είχε προηγηθεί μία ανώνυμη επιστολή προς την Ασφάλεια της θεσσαλικής πόλης, στο περιεχόμενο της οποίας κατονομαζόταν ένας συμφοιτητής της Εύης ως δολοφόνος της. Όπως αποδείχθηκε, όμως, ο άνδρας δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση και το μυστήριο παρέμενε άλυτο.
Οι προσπάθειες του Βασίλη Γατίδη και της συζύγου του αποδίδουν καρπούς, υπό την έννοια ότι τα στοιχεία είναι ικανά για να στοιχειοθετήσουν κατηγορία σε βάρος του Γιώργου Ζ. Σύντομα καλείται για τακτική ανάκριση και με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, παραπέμπεται σε δίκη. Πλέον «κουβαλά» την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και το 2005 κάθεται στο εδώλιο της αίθουσας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βόλου.
«Ήμουν ερωτευμένος με την Εύη, αλλά δεν έχω καμία σχέση με τη δολοφονία της. Ούτε σαν σκέψη, ούτε καν στη φαντασία μού πέρασε ο φόνος, γιατί έχω μάθει στη ζωή μου να υπερασπίζομαι τους ανθρώπους», ανέφερε στην απολογία του, δηλώνοντας αθώος.
Το επταμελές δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Οι στιγμές ήταν πολύ έντονες. Συγγενείς και φίλοι του Γιώργου Ζ. προπηλάκισαν τους γονείς και τον αδερφό του θύματος, προβαίνοντας παράλληλα σε αποδοκιμασίες κατά της απόφασης.
Ο άλλοτε διανομέας παρέμεινε φυλακισμένος για μια διετία, ώσπου μετήχθη στη Λάρισα και τον Ιανουάριο του 2007 εκδικάστηκε η έφεση που είχε ασκήσει στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο.
«Το βράδυ που αποκαλύφθηκε το έγκλημα, πέρασε έξω από το σπίτι, είδε κόσμο και δεν σταμάτησε ούτε από ανθρώπινο ενδιαφέρον για την κοπέλα, την οποία είχε ζητήσει σε γάμο λίγες ημέρες πριν». Αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην κατάθεσή του ο πατέρας της Εύης. Δήλωνε σίγουρος ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δολοφόνος.
Στην έκθεσή του, ο Δημήτρης Ψαρούλης σημείωνε ότι η φοιτήτρια δολοφονήθηκε το βράδυ του Σαββάτου 27 Σεπτεμβρίου 1997 με απώτερο χρόνο θανάτου το μεσημέρι της Κυριακής. Αντίθετα, οι Φίλιππος Kουτσάφτης και Nίκος Kαλογρηάς, δηλαδή δύο ακόμη ιατροδικαστές που κλήθηκαν από την υπεράσπιση και κατέθεσαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτίμησαν ότι το έγκλημα τελέστηκε το βράδυ της Κυριακής με απώτερο χρόνο θανάτου το μεσημέρι της Δευτέρας.
Κουτσάφτης και Καλογρηάς επικαλέστηκαν (και) τα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες στην πόλη (θερμοκρασία 26 βαθμών Κελσίου και με υγρασία πάνω από 60%).
Με τη δεύτερη εκδοχή, ο Γιώργος Ζ. παρουσίασε ακλόνητο άλλοθι. Αυτή τη φορά οι επτά ψήφοι δεν τον έκριναν ένοχο, αλλά αθώο. Η πρωτοβάθμια απόφαση ανατράπηκε τον Ιανουάριο του 2007.
Ακολούθησε η πρώτη αναίρεση στον Άρειο Πάγο που έγινε δεκτή, ώσπου τον Φεβρουάριο του 2010 ολοκληρώθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας με ψήφους 6 προς 1 υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου.
Έπειτα, το φθινόπωρο του 2010, υποβλήθηκε νέα αίτηση αναίρεσης από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτή και στις 15 Ιανουαρίου 2013 άρχισε τέταρτο δικαστήριο για την πολύκροτη υπόθεση.
Ολοκληρώθηκε στις 28 Ιανουαρίου με την εκ νέου αθώωση του κατηγορούμενου. Έξι ψήφοι υπέρ, μία κατά (από τον πρόεδρο). Ακολούθησε η τελευταία αναίρεση στον Άρειο Πάγο και η απόφασή του (1166/2014), μέσω της οποίας ο Γιώργος Ζ. κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος. Το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο, η ψυχή της Εύης Γατίδου εξακολουθεί να αναζητεί δικαίωση…