Η δολοφονία της Καρολάιν, ο μακελάρης της Θάσου, η παραγγελιά του Κοεμτζή: Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα

Θεόφιλος Σεχίδης, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, Νίκος Κοεμτζής: Τρεις άνδρες που σε διαφορετικά χρονικά σημειά συγκλόνισαν το πανελλήνιο με τα εγκλήματα στα οποία πρωταγωνίστησαν.

Εγκλήματα πάθους και τιμής πρωτοφανούς αγριότητας, παιδοκτονίες και γυναικοκτονίες απίστευτης σκληρότητας, serial killers και διαταραγμένα μυαλά παρελαύνουν σε ένα άλμπουμ μιας αποκλίνουσας Ελλάδας.

Θεόφιλος Σεχίδης, ο μακελάρης της Θάσου

Τον Αύγουστο του 1996 Θεόφιλος Σεχίδης σε ηλικία 24 ετών σκότωσε και τεμάχισε όλη την οικογάνειά του. Ο άνδρας που έμεινε στην ιστορία ως «μακελάρης της Θάσου» δολοφόνησε και στη συνέχεια τεμάχισε μέλη της οικογένειάς του (τον πατέρα, τη μητέρα, τον θείο του, την αδερφή του και τη γιαγιά του) καθώς πίστευε ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του για να τον σκοτώσουν.

Η ψυχρότητά του, τόσο κατά την διάρκεια τέλεσης του πενταπολού φονικού, όσο και κατά την αναπαράσταση, είχε σοκάρει ακόμα και τους αστυνομικούς. Αφού αποκεφάλισε πατέρα, μητέρα, αδερφή, γιαγιά και θείο, τους τεμάχισε ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και έβαλε τους εγκεφάλους τους στο ψυγείο για να τους μελετήσει.

«Δύο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;», είχε πει τότε στους εμβρόντητους αστυνομικούς.

Το έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο

«Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου», ήταν η δήλωσή του προς τους δημοσιογράφους λίγο μετά την ομολογία του, ενώ είχε προσθέσει: «Όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον».

Κατά την διάρκεια της ομολογίας του, της αναπαράστασης των εγκλημάτων του, αλλά και συνέντευξής του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ο Θεόφιλος Σεχίδης με τρομακτική ψυχραιμία είχε περιγράψει κάθε στιγμή του πενταπλού φονικού. Πρώτον είχε δολοφονήσει τον θείο του – αυτή ήταν μάλιστα η δολοφονία που οδήγησε και στην αποκάλυψη του εγκλήματος, καθώς η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη ήταν εκείνη που ειδοποίησε τις αρχές τόσο για την εξαφάνιση των πέντε ανθρώπων, όσο και για τις υποψίες της για τον ανιψιό της.

Με καραμπίνα και μαχαίρι οι φόνοι

Με τον θείο του ο Βασίλης Σεχίδης είχε συναντηθεί στην Ακρόπολη της Θάσου. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο πατέρας του είχε ζητήσει από τον αδερφό του που ζούσε στο Βέλγιο να συναντήσει τον Θεόφιλο και να τον παρακαλέσει να δει ψυχίατρο. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», διηγείται ο Θεόφιλος Σεχίδης.

Εκρυψε το πτώμα εκείνο και γύρισε σπίτι, στο εξοχικό της οικογένειας στη Θάσο, όπου κατηλειμμένος από αμόκ, αλλά την ίδια στιγμή ψυχραιμότατος, περίμενε την οικογένειά του.

«Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα … Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι», λέει για την δολοφονία του πατέρα του και σειρά είχε η μάνα του: «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», διηγείται αν και ο ιατροδικαστής διαπιστώνει αργότερα ότι και η τραγική μητέρα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι.

Ακολουθεί η αδελφή του Θεόφιλου, η 27χρονη Έμμυ, η όποια έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια: «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε, ενώ ο θάνατος της γιαγιάς του έγινε επίσης με τον ίδιο τρόπο, λίγο αργότερα.

Ομολόγησε τρεις μήνες μετά

Τότε, τέλος Μαΐου του 1996, η Ελένη Σεχίδη, που ζει στο Βέλγιο αρχίζει να αναζητά τον σύζυγό της. Μιλάει με τον Θεόφιλο που ισχυρίζεται πως ο θείος του έχει πάει ταξιδάκι στην Ιταλία και πως η υπόλοιπη οικογένεια έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία. Η γυναίκα δεν εφησυχάζεται, έρχεται στην Ελλάδα και επικοινωνεί με την αστυνομία, που ξεκινά να ερευνά την «υπόθεση εξαφάνισης». Παρότι ανακρίνεται πολλές φορές, ενώ η ασφάλεια είχε εντοπίσει και την καραμπίνα, το όπλο των τριών εκ των πέντε δολοφονιών, εν τούτοις ο Σεχίδης ξεγελά τους πάντες και δεν ομολογεί παρά μόνο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά από ολονύχτια ανάκριση.

«Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια. Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια», είπε στην ομολογία του ο 24χρονος τότε φοιτητής της Νομικής. «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο (…) Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι’ αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;» περιγράφει σοκαριστικά.

Αργότερα διηγείται πως η «ανατομική μελέτη» που ήθελε να διεξάγει δεν έγινε ποτέ, καθώς «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω, είχε αλλοιωθεί και το πέταξα».

Αφού τα τεμάχισε, έβαλε τα πτώματα σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στην χωματερή Κεραμωτής

Αμέσως μετά τους φόνους, ο Σεχίδης έπρεπε να εξαφανίσει τα πτώματα της οικογένειάς του. Πηγαίνει στην αποθήκη του πατέρα του και παίρνει την εργαλειοθήκη του. Βρίσκει τα δυο αλυσοπρίονα και αρχίζει να τεμαχίζει τα πτώματα. Όταν τελειώνει αγοράζει τμηματικά από διάφορα παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ για να μην κινήσει υποψίες, σακούλες σκουπιδιών, όπου τοποθετεί τα μέλη τους ώστε να τα πετάξει τελικά, στην χωματερή Κεραμωτής. «Χρειάστηκα μία ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους πακετάρω και μία ημέρα να τους μεταφέρω», δήλωσε.

Είχε αφήσει ανέγγιχτη την σκηνή του εγκλήματος – Έγραψε «λάθος» στον τοίχο

«Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρισα στο σπίτι-φρούριο που δεν περιγράφεται. Στους τοίχους, στις τουαλέτες, στα ταβάνια ήταν πεταμένα υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν δύο από τα θύματα [ο πατέρας και η μάνα] στο κεφάλι. Σ’ όλο το σπίτι υπήρχε αίμα που είχε ξεραθεί. Το χαλί ήταν κόκκινο από το αίμα, ιδιαίτερα στο σημείο όπου σκότωσε την αδελφή του, την οποία χτύπησε μόνο στον θώρακα. Βρέθηκαν δύο αλυσοπρίονα και ένας πέλεκυς. Με τα σιδηροπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι φοβερό», είχε πει ο ιατροδικαστής της υπόθεσης Γεωργιάδης στην «Απογευματινή» και συμπλήρωσε πως στους τοίχους ο δολοφόνος είχε γράψει τη λέξη «λάθος».

Στις 10 Αυγούστου ο Σεχίδης οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Καβάλας και την επομένη στον ανακριτή, δηλώνοντας: «Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα, έπρεπε να το κάνω, βρισκόμουν σε αυτοάμυνα». Βγαίνοντας, πάντα χαμογελαστός και ήρεμος είπε στους δημοσιογράφους, στους οποίους μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης: «Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό»!

Οι σακούλες με τους τεμαχισμένους συγγενείς δεν εντοπίστηκαν ποτέ, ενώ ο ίδιος ο Θεόφιλος Σεχίδης δεν δήλωσε ποτέ ότι μετανιώνει για τις πράξεις του.

Η δολοφονία της Καρολάιν

Ήταν ξημερώματα Τρίτης, 11 Μαΐου του 2021, όταν η αγωνιώδης φωνή ενός άνδρα, που ζητάει βοήθεια από την Άμεσο Δράση, σηκώνει την αυλαία σε ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.

Η φωνή που φωνάζει βοήθεια με λυγμούς και ακατάληπτα μουγκρητά ανήκει στον 34χρονο τότε πιλότο ελικοπτέρων Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος «υποδύεται» τον δεμένο, φιμωμένο και βασανισμένο σύζυγο και πατέρα.

Αυτόν που «αντιστάθηκε» και καλά όσο μπορούσε στους ληστές που μπήκαν στην μεζονέτα του ζευγαριού στα Γλυκά Νερά, όπου βρισκόταν μαζί με την νεαρή σύζυγο του Καρολάϊν και την μόλις 11 μηνών κόρη τους Λυδία.

Οι αστυνομικοί που φθάνουν στο σπίτι μετά την κλήση μπαίνουν μέσα και βλέπουν το παράθυρο που είχε βγει, ερευνούν την κουζίνα και το σαλόνι, εντοπίζουν την σπασμένη κάμερα και μετά τον νεκρό σκύλο του ζευγαριού, κρεμασμένο στην κουπαστή της σκάλας.

Όταν φθάνουν στην σοφίτα ο αρχιφύλακας Χρήστος Βαρδίκος βλέπει την Καρολάϊν νεκρή και το μωρό δίπλα της να την αγγίζει, ενώ ο πιλότος είναι δεμένος στο πάτωμα.

Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά γίνεται γνωστό λίγες ώρες αργότερα και η αγριότητα του συγκλονίζει την κοινή γνώμη, ενώ ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος είναι το πλέον τραγικό πρόσωπο της υπόθεσης.

Είναι αυτός που συγκινεί όλη την Ελλάδα όταν υποκρίνεται τον θλιμμένο χήρο που έχασε την γυναίκα του από μια συμμορία ληστών βρίσκοντας δήθεν το κουράγιο να μιλάει στις κάμερες, ενώ οι Αρχές τα πρώτα 24ωρα ερευνούν προς πάσα κατεύθυνση για να ανακαλύψουν τους δράστες.

Ο υποκριτής και ο κλοιός

Η ζωή του ζευγαριού, ο έρωτας που γεννήθηκε στην Αλόννησο, οι πτήσεις του Μπάμπη πάνω από το σχολείο της Καρολάϊν όταν την φλέρταρε, ο ονειρικός γάμος τους στην Πορτογαλία μακριά από συγγενείς και φίλους γίνονται λαϊκό ανάγνωσμα που συγκινεί.

Στην κηδεία της νεαρής ο Αναγνωστόπουλος εμφανίζεται κρατώντας υποκριτικά την μικρή Λυδία στην αγκαλιά του, ενώ το αφήγημα του περί ληστών στέκεται ακόμη όρθιο.

Η υποκρισία του Αναγνωστόπουλου στην κηδεία της Καρολάϊν

Μόνο που οι αστυνομικοί του τμήματος Ανθρωποκτονιών που ερευνούν την υπόθεση πολύ γρήγορα αρχίζουν να βάζουν στο κάδρο τους τον πονεμένο Μπάμπη.

Όσα τους είπε στις καταθέσεις του, διαψεύδονται σταδιακά, αφού οι ληστές που επικαλείται δεν έχουν αφήσει ούτε ένα δείγμα του DNA τους πουθενά, ούτε στο σπίτι, ούτε στην άτυχη Καρολάϊν.

Αυτή που τελικά δεν ήταν ευτυχισμένη δίπλα στον πιλότο ελικοπτέρων που ήθελε ανά πάσα στιγμή να ξέρει που βρίσκεται, αυτόν που την ξέκοψε από τις φίλες της, αυτόν που δεν την άφηνε να αναπνεύσει.

Κι όταν κατάλαβε ότι θα έφευγε και θα τον παράταγε για να ζήσει την ζωή που δεν έζησε, αποφάσισε να την σκοτώσει στήνοντας μια ολόκληρη θεατρική παράσταση του τρόμου.
Μια παράσταση σκηνοθετημένη από την αρχή μέχρι το τέλος, αντιγραφή από την ληστεία στο σπίτι ενός συναδέλφου του, οργανωμένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, από τον «σκοτεινό» πιλότο.

Οι αστυνομικοί μεθοδικά σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τον Αναγνωστόπουλο και συλλέγουν νέα στοιχεία, τα οποία διαψεύδουν τους ισχυρισμούς του για την ώρα θανάτου της άτυχης Καρολάϊν, που ξεψύχησε από τα χέρια του.

Είναι πλέον σίγουροι ότι αυτός είναι ο δολοφόνος, ωστόσο τον αφήνουν να παραστεί στο τρισάγιο για τη μνήμη της, όμως όταν αυτό τελειώνει τον άνδρες του κλιμακίου της ΕΛΑΣ που είχε μεταβεί στο νησί, τον πλησιάζουν και του λένε ότι πρέπει να πάνε στην Αθήνα.

Το τέλος και το δωμάτιο

Ως δικαιολογία τον ενημερώνουν ότι προέκυψε νέος ύποπτος τον οποίο πρέπει να αναγνωρίσει, ο Μπάμπης τους ακολουθεί και λίγα λεπτά αργότερα όταν έχουν φύγει από το νησί, του ανακοινώνουν συλλαμβάνεται ως ύποπτος για την δολοφονία της Καρολάϊν.

Είναι η στιγμή που θα του περάσουν χειροπέδες, ενώ λίγες ώρες αργότερα μέσα σε μια ψυχρή αίθουσα της ΓΑΔΑ, ο Αναγνωστόπουλος σπάει και παραδέχεται την ενοχή του.

Η Ελλάδα και όχι μόνο σοκάρεται από το θέατρο που έπαιξε ο πιλότος που δικάζεται αυτές τις ημέρες για το έγκλημα που συγκλόνισε μια ολόκληρη χώρα επί ένα και πλέον μήνα.
Κάποιοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτή την απίστευτη υπόθεση γυναικοκτονίας και τα όσα έζησαν μέχρι να εξιχνιασθεί, ενώ το Βρετανικό Chanel 5 γύρισε ένα 90λεπτο ντοκιμαντέρ για τον φόνο στα Γλυκά Νερά.

Όμως ένα πολύ μικρότερο βίντεο αναδεικνύει με τον καλύτερο αυτό που θα κουβαλάει για πάντα μαζί του, έχοντας προσωπική εμπλοκή στην υπόθεση εκείνο το ξημέρωμα του Μάη, ο αρχιφύλακας Χρήστος Βαρδίκος.

Ο αστυνομικός που πήρε αγκαλιά τη μικρή Λυδία από το άψυχο σώμα της μητέρας της, σκεπάζοντας την με μια κουβέρτα «έσπασε» μιλώντας για τα όσα βίωσε σε εκείνη τη σοφίτα: «Η πρώτη μου σκέψη όταν είδα το παιδί, δεν ήταν σκέψη, ήταν μια κατάρρευση συναισθηματική. Όσος καιρός και να περάσει είναι δεδομένο ότι ένα κομμάτι από την καρδιά μου θα έχει μείνει σε αυτό το δωμάτιο».

Η «пαραγγελιά» του Νίκου Κοεμτζή

Σάββατο βράδυ 25 Φεβρουαρίου, απόκριες και ο Νίκος Κοεμτζής βάζει το κοστούμι και είναι έτοιμος μαζί με την παρέα του να βγει να διασκεδάσει την ελευθερία του. Λίγο πριν είχε μαλώσει με τη σύντροφό του Σοφία Χαρατζή. Παρά το ότι είναι εκνευρισμένος από τον τσακωμό, πείθεται από τον αδερφό του Δημοσθένη και τους φίλους του να κάνει πίσω και έτσι ξεκινούν με κατεύθυνση μία από τις κοσμικές γειτονιές της Κυψέλης όπου βρισκόταν το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» της Αθήνας. 

Λίγο αργότερα η παρέα του Κοεμτζή έφτασε στο νυχτερινό μαγαζί και ο μετρ τους κατηύθυνε σε ένα από τα τραπέζια. Τίποτε δεν προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Όταν το μουσικό πρόγραμμα ξεκίνησε οι δύο τραγουδιστές – Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης – ζήτησαν να μην γίνουν παραγγελιές. Ωστόσο ο Δημοσθένης δεν τους άκουσε και ζήτησε η ορχήστρα να παίξει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Καρουσάκης λέει στον Αθανασιάδη. «Τάκη, πες τις Βεργούλες, μην μας κάνουν αυτοί καμιά φασαρία, να γλιτώσουμε από δαύτους».

«Το επόμενο είναι παραγγελιά», είπε ο Αθανασιάδης από την πίστα. Τότε ο Δημοσθένης σηκώθηκε να χορέψει. Ωστόσο την ίδια στιγμή δύο άλλοι θαμώνες σηκώθηκαν να χορέψουν μπροστά του. Επρόκειτο για τους Δημήτριο Πεγιά, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και τον Εμμανουήλ Χριστοδουλάκη που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. 

Όταν ο Νίκος Κοεμτζής αντιλήφθηκε τι συμβαίνει σε κατάσταση αμοκ σηκώνεται από το τραπέζι και αρχίζει να φωνάζει: «Παραγγελιά ρε!». Κατευθύνθηκε στην πίστα προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή του εαυτού του. Να σημειώσουμε ότι στον «άγραφο» νόμο της νύχτας κανείς δεν παραβίαζε τις παραγγελιές. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι λοιπόν κρατώντας στο χέρι έναν σουγιά που λίγο πριν είχε βγάλει από την τσέπη του άρχισε να χτυπάει όποιον βρισκόταν μπροστά του. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς και έναν φανοποιό που ήταν στην παρέα τους και να τραυματίσει άλλους επτά θαμώνες.

Η πίστα είχε γεμίσει από αίματα και γαρύφαλλα ενώ την ίδια στιγμή ακούγονταν βογγητά των τραυματιών με τον κόσμο να τρέχει πανικόβλητος να ξεφύγει. Το μακελειό κράτησε μόλις 1,5 λεπτό. Όταν έσπευσε να εξαφανιστεί ήξερε ότι η αστυνομία θα έκανε το παν για να τον συλλάβει. Έτσι απευθύνθηκε σε έναν φίλο του ζητώντας να τον βοηθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό.

Ωστόσο λίγα 24ωρα μετά η αστυνομία τον εντόπισε στη Δάφνη όπου και τον συνέλαβε. Το ίδιο επεισοδιακή ήταν και η σύλληψή του. Όταν ο Κοεμτζής αντίκρυσε τους αστυνομικούς τράβηξε μαχαίρι και τους φώναξε ότι εάν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει εκείνους. Ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι.

«Θόλωσα» είπε στους αστυνομικούς – Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε κτήνος

Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησε γιατί σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους επτά απάντησε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή και ότι νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο Κοεμτζής είχε ψυχολογικά προβλήματα. Ωστόσο η προσπάθειά του έπεσε στο κενό.

Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε κτήνος ενώ καταδικάστηκε σε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια. Η δίκη του ολοκληρώθηκε τρεις μέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και για τρία χρόνια, ζούσε με τον θάνατο σε απόσταση αναπνοής.

Και αυτό διότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να βρεθεί ενωπίον του αποσπάσματος. Όμως η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, μετέτρεψε τον Κοεμτζή σε ισοβίτη. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κέρκυρα κι έμεινε έγκλειστος για 23 χρόνια. Εν τέλει αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996. Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της δίκης καταδικάστηκε και ο αδερφός του Δημοσθένης σε τριετή φυλάκιση.

Το μακρύ ζεϊμπέκικο και η «Παραγγελιά»

Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο δίσκο Ρεζέρβα συμπεριλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλο Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο. Το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθετεί την ταινία «Παραγγελιά» με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου που είναι βασισμένη στο επεισόδιο. Στην ταινία, η Κατερίνα Γώγου (πρώην σύζυγός του Παύλου Τάσιου) απαγγέλλει στίχους από τα ποιήματά της.

Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.

Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του: Οι διασώστες του ΕΚΑΒ, που έφτασαν με μοτοσικλέτες, ειδοποίησαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στην Πολυκλινική. Οι γιατροί προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ανακοπή.

protothema.gr