Γυναικοκτονίες: ”Ο εφιάλτης δεν έφυγε ποτέ” – 160 θύµατα µέσα σε 15 χρόνια µετρά η Ελλάδα
Κατακόρυφη αύξηση, της τάξης του 100%, των γυναικοκτονιών σε σχέση µε το 2023Ο αγώνας που έδινε η Γαρυφαλλιά ήταν εξαρχής άνισος. Εδώ και µέρες οι γιατροί δεν έδιναν πολλές πιθανότητες. Τα χτυπήµατα που είχε δεχτεί ήταν βάναυσα. Ωρα µε την ώρα, µέρα µε τη µέρα, η ψυχή της 41χρονης πάσχιζε να κρατηθεί στο κατατραυµατισµένο σώµα της, στη ΜΕΘ του ΚΑΤ. Η τραγική ειρωνεία ήρθε λίγες ώρες µετά, από ένα άλλο φονικό. Η 43χρονη ∆ώρα έσβηνε από πυροβολισµό, αρκετά χιλιόµετρα πιο µακριά, στο Αγρίνιο.
Το απόγευµα της ∆ευτέρας 11 Νοεµβρίου η µητέρα τριών παιδιών κατέληξε στο νοσοκοµείο της πόλης. Λίγες ώρες αργότερα, λίγο µετά το µεσηµέρι της εποµένης, η Γαρυφαλλιά έχανε τη δική της µάχη. ∆ύο γυναίκες, µε διαφορά µερικών ωρών, σαν να αισθάνθηκαν η µία την άλλη, ξεψύχησαν.
Η ∆ώρα πέθανε από τραύµα πυροβόλου όπλου. Τη σκανδάλη τράβηξε ο 30χρονος σύντροφός της. Η Γαρυφαλλιά υπέκυψε στα τραύµατα από ξυλοδαρµό που υπέστη από τον 49χρονο σύντροφό της. Η ∆ώρα ήταν το νούµερο 11. Η Γαρυφαλλιά το νούµερο 12.
Ο εφιάλτης των γυναικοκτονιών επέστρεψε όπως γράφει το parapolitika.gr. Οι δύο γυναίκες κάθε άλλο παρά κάποιος αριθµός ήταν. Ηταν µητέρες και αδελφές, ήταν κόρες. Είναι όµως και οι δύο τελευταίες προσθήκες στη µαύρη λίστα των φετινών γυναικοκτονιών στη χώρα µας. Μαζί µε αυτές, 12 γυναίκες έχουν χάσει τη ζωή τους. Πρόκειται για αύξηση της τάξης του 100% σε σχέση µε τον αντίστοιχο περσινό αριθµό των γυναικών, που κατέληξαν.
Μετά την κρίση της πανδηµίας και την έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας, οι αισιόδοξοι θεώρησαν πως το φαινόµενο θα αρχίσει να φθίνει. Φευ. ∆ώδεκα και µένουν ακόµη περί τις 40 µέρες, µέχρι να φύγει το 2024. Στην ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή νοµοθεσία ο όρος «γυναικοκτονία» δεν αναγνωρίζεται σε νοµικό πλαίσιο, ωστόσο αναγνωρίζεται ως έννοια. Η ΕΛ.ΑΣ. κρατά τον θλιβερό λογαριασµό, εάν προκύψει πως µε κάποιον τρόπο και σε οποιονδήποτε χρόνο η τέλεση του κακουργήµατος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως συνδέεται µε την τέλεση του αδικήµατος που εµπίπτει στις διατάξεις της ενδοοικογενειακής βίας. Σε αυτή συµπεριλαµβάνονται βιαιοπραγίες παντός είδους, από πρόσωπα του οικείου και σχετικά ευρύτερου περιβάλλοντος της εκάστοτε θανούσης.
Πριν από την πανδηµία
Είναι αλήθεια πως η κοινωνική συζήτηση για το µείζον ζήτηµα των γυναικοκτονιών «φούντωσε» πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια και µετά την πανδηµία. Το µούδιασµα που προκάλεσε η πρωτοφανής για τα παγκόσµια δεδοµένα συνθήκη στη χώρα µας συνδυάστηκε µε την παράλυση που προκαλούσαν οι απανωτές ειδήσεις που αφορούσαν τις δολοφονίες µε αυτά τα χαρακτηριστικά. Οπως προαναφέραµε, στην εποχή των σκληρών lockdowns ο κοινός νους περιεστράφη γύρω από το αφήγηµα της… παρενέργειας του εγκλεισµού. Ηταν άλλωστε φαινοµενικά µία καθ’ όλα λογική εξήγηση. Εξού και η αναστάτωση, όταν το 2021 και το 2022 σηµειωνόταν πάνω από µία γυναικοκτονία τον µήνα. Κάποια όµως ξεχασµένα στοιχεία που ανασύρθηκαν από τη Γενική Γραµµατεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, όπως και από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, αναδεικνύουν πως οι διαφοροποιήσεις ανάµεσα στα χρόνια, από το 2010 και έπειτα, είναι ελάχιστες. Μόνο πέντε χρονιές καταγράφηκε µονοψήφιος αριθµός γυναικοκτονιών µέσα στα 15 αυτά χρόνια.
Συγκεντρώνοντας τα στοιχεία απ’ όλους τους φορείς στη χώρα, µπορεί κάποιος να διαπιστώσει τον φόρο αίµατος. Συνολικά 160 γυναίκες έχουν δολοφονηθεί, αριθµός σοκαριστικός, αν αναλογιστείς πως, παρά το αφήγηµα των φεµινιστικών και άλλων φορέων, η έννοια της γυναικοκτονίας παραµένει φευγαλέα, βάσει του παρόντος νοµικού status quo. Ο αντίλογος µεταξύ άλλων συµπεριλαµβάνει την αντικειµενική δυσκολία εκτίµησης της ειλικρινούς πρόθεσης του εκάστοτε δράστη. Ωστόσο η ουσία παραµένει η ίδια. Μέσα στα χρόνια, τα ποσοστά δολοφονιών γυναικών από πρόσωπο του οικείου περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερα υψηλά.
Η έκθεση της Γενικής Γραµµατείας Ισότητας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων καταδεικνύει πως από το 2010 έως το 2020 πάνω από 1 στις 3 γυναίκες, κατά µέσον όρο, που έπεσαν θύµατα ανθρωποκτονίας, σκοτώθηκαν από πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντός τους. Παρά τις αντικρουόµενες απόψεις περί του όρου, είναι σαφές πως η γυναίκα παραµένει το πλέον ευάλωτο µέλος της ελληνικής οικογένειας, ακόµα και από τα φυσικώς αδύναµα µέλη, δηλαδή τα ανήλικα παιδιά. Αυτό αρκεί για να τεθεί το όλο ζήτηµα σε ουσιώδη βάση, τέτοια που στο πέρασµα των χρόνων θα αλλάξει την ψυχοσύνθεση του µικρότερου, αλλά και πλέον κρίσιµου πυρήνα της κοινωνίας.