Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Το φονικό ζευγάρι και η τραγική ιστορία πίσω από την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου
Ενα ερωτικό τρίγωνο και ένα φόνος που άλλαξαν την πορεία του Ελληνικού ΚινηματογράφουΤο έγκλημα στο οποίο θα αναφερθούμε στις γραμμές που ακολουθούν κατάφερε να μείνει στην πρώτη γραμμή των εγχώριων εγκληματολογικών πεπραγμένων χάρη κυρίως στο γεγονός ότι αποτέλεσε την πρώτη ύλη για μία σπουδαία κινηματογραφική ταινία. Ο λόγος για τη θρυλική «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη, η οποία μεσούσης της χούντας πήρε πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ουσιαστικά άλλαξε τη ροή του κινηματογράφου στη χώρα μας, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα γενιά καλλιτεχνών με εντελώς διαφορετική ματιά στο σινεμά αλλά και στη ζωή.
Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Συγκεκριμένα σε ένα φονικό που έγινε στο Πολυνέρι τον Απρίλιο του 1968. Το Πολυνέρι είναι ένα μικρό χωριό στα ορεινά της Θεσπρωτίας, ανάμεσα στην Πλαταριά και τα Σύβοτα, που εκείνη την εποχή είχε λίγο παραπάνω από 100 κατοίκους, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς οι άνδρες είχαν μεταναστεύσει είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό για αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Τη μάλλον κατατονική ζωή του χωριού διακόπτει ένα γεγονός που αναστατώνει τους πάντες. Στις 15 Απριλίου, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων, η 45χρονη Λαμπρινή Πάντου φτάνει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που βρισκόταν στην Πλαταριά, και καταγγέλλει την εξαφάνιση του 45χρονου κουνιάδου της, Χαρίση Πάντου.
Ο τελευταίος, πατέρας 4 παιδιών, έχει ημέρες να δώσει σημάδια ζωής και έχει εξαφανιστεί από το χωριό χωρίς να ξέρει κανείς πού βρίσκεται για πάνω από 10 ημέρες. Η Λαμπρινή πηγαίνει το πράγμα ακόμα πιο πέρα, καθώς στην κατάθεσή της αναφέρει ότι η σύζυγος του Πάντου, 40χρονη Αγγελική, υποστηρίζει ότι ο άνδρας της έχει φύγει για τη Γερμανία, όπου είχε πάει και παλαιότερα ως οικονομικός μετανάστης. Η Πάντου εκμυστηρεύεται στους εμβρόντητους άνδρες της Χωροφυλακής ότι έχει βάσιμες υπόνοιες ότι πρόκειται για δολοφονία, κατονομάζοντας μάλιστα τη σύζυγό του ως υπεύθυνη για το έγκλημα. Για να υποστηρίξει τη θέση της αποκαλύπτει στους χωροφύλακες κάτι που ήταν κοινό μυστικό στο χωριό, ότι η Αγγελική είχε σχέσεις με τον 40χρονο Κώστα Τζώρτζη, ο οποίος ήταν αγροφύλακας στην περιοχή, παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών.
Από τις έρευνες που κάνουν οι χωροφύλακες επιβεβαιώνεται ότι ο Χαρίσης Πάντος εκείνες τις ημέρες είχε βρεθεί στα Ιωάννινα και μάλιστα είχε εκδώσει και εισιτήριο με το λεωφορείο για να πάει στην Αθήνα. Η σύζυγός του επίσης παρέδωσε στους χωροφύλακες και ένα γράμμα το οποίο είχε σταλεί από τα Ιωάννινα και μέσα στο οποίο ο Πάντος της έγραφε ότι επρόκειτο να αναχωρήσει για τη Γερμανία από όπου θα επέστρεφε μετά από χρόνια. Μπροστά σε αυτά τα πειστήρια, οι χωροφύλακες μοιάζουν να βρίσκονται σε αδιέξοδο. Πολύ δε περισσότερο όταν η Αγγελική κατηγορεί τη Λαμπρινή ότι ήταν εκείνη που είχε σχέσεις με τον άνδρα της και πως την κατηγορεί για φόνο επειδή εκείνος έφυγε.
Η Λαμπρινή όμως δεν κάνει πίσω και ζητά από τις αρχές να ψάξουν πιο εντατικά, λέγοντας «του το είχα πει του μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του», όπως έγραψαν στα ρεπορτάζ τους οι εφημερίδες εκείνη την εποχή. Από τις νέες έρευνες που έγιναν οι χωροφύλακες διαπιστώνουν ότι όντως υπήρχε ερωτική σχέση μεταξύ της Πάντου και του Τζώρτζη, οπότε αποφασίζουν να αλλάξουν τακτική. Διαπιστώνουν επίσης κάποιες περίεργες κινήσεις, όπως για παράδειγμα ότι ο Πάντος είχε κάνει ανάληψη από την τράπεζα ένα μάλλον μικρό ποσό για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, ενώ στο βιβλίο εγγραφών του ξενοδοχείου στα Ιωάννινα, δίπλα στο όνομα Χαρίσης Πάντος αναφερόταν και μία γυναίκα με το όνομα Όλγα, το οποίο όμως αντιστοιχούσε σε αυτό της γυναίκας του Τζώρτζη.
Έχοντας όλα αυτά τα στοιχεία, η Αγγελική Πάντου καλείται για ανάκριση στην Πλαταριά και ο Τζώρτζης στο τμήμα Χωροφυλακής στην Ηγουμενίτσα. Και οι δύο δηλώνουν άγνοια για την τύχη του εξαφανισμένου άνδρα. Κάποια στιγμή οι επικεφαλής των τμημάτων της Χωροφυλακής αποφασίζουν να τους πιέσουν λίγο παραπάνω, και λένε στην Αγγελική ότι ο Τζώρτζης τα ομολόγησε όλα. Η Πάντου πέφτει στην παγίδα των αρχών και ομολογεί, υποστηρίζοντας όμως ότι τον φόνο τον έκανε ο Τζώρτζης. Το ίδιο έκανε και ο τελευταίος, υποστηρίζοντας, όπως και η Πάντου, ότι το έκαναν σε άμυνα, γιατί τους επιτέθηκε ο Χαρίσης όταν τους έπιασε στα πράσα μέσα στην οικογενειακή στέγη. Η κατάθεση αυτή δεν φάνηκε να ευσταθεί, καθώς δεν βρέθηκε στο σημείο του εγκλήματος το υποτιθέμενο μαχαίρι που κρατούσε το θύμα, οπότε και στους δύο απαγγέλθηκε η κατηγορία για έγκλημα εκ προμελέτης.
Στην απολογία τους οι δύο εξήγησαν πως έγινε το φονικό. Όπως είπαν, τον περίμεναν στο σπίτι. Όταν έφτασε ο Χαρίσης και μπήκε στο υπνοδωμάτιο, τον έπιασε από πίσω ο Τζώρτζης που ήταν κρυμμένος πίσω από την πόρτα και η Αγγελική του πέρασε ένα σχοινί στον λαιμό, το οποίο το είχε περάσει με λάδι για να γλιστράει. Στη συνέχεια τράβηξε απότομα τη θηλιά, με τόση δύναμη που έσπασε ο αυχένας του συζύγου της, ο οποίος έπεσε νεκρός μέσα στο δωμάτιο. Εκείνη την ώρα επέστρεφαν τα παιδιά από το σχολείο, οπότε τον έριξαν πρόχειρα στην καταπακτή του υπογείου. Η Αγγελική φρόντισε τα παιδιά της και τα έβαλε για ύπνο.
Αργά τη νύχτα ο Τζώρτζης επανήλθε στο σπίτι, και αφού τύλιξαν με ένα σεντόνι το πτώμα, το έβαλαν σε έναν λάκκο στην αυλή και τον σκέπασαν με πέτρες και χώμα. Την άλλη μέρα η Αγγελική σκάλισε τον κήπο και φύτεψε πάνω στον τάφο κρεμμυδάκια και μία κυδωνιά. Εκεί, κάτω από την κυδωνιά, αποκάλυψε στους εμβρόντητους χωροφύλακες θα έβρισκαν το κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα του νεκρού άνδρα της. Από την πλευρά του ο Τζώρτζης έδωσε μία λίγο διαφορετική εκδοχή, θέλοντας να παρουσιάσει τον εαυτό του θύμα της ερωτικής έλξης προς την Αγγελική και πως όλα όσα έγιναν οφείλονταν στην «κακιά ώρα».
Μάλιστα, όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα της εποχής, μόλις στραγγάλισαν τον Χαρίση, ο Τζώρτζης κατάλαβε τι κακό είχε γίνει, και σήκωσε ένα μαχαίρι που είχε για να σκοτώσει την Αγγελική, όμως εκείνη έπεσε στα πόδια του και τον ικέτεψε να την αφήσει να ζήσει. Στη συνέχεια σκέφτηκαν διάφορους τρόπους για να τον εξαφανίσουν, από το να τον ρίξουν σε μια σπηλιά έξω από το χωριό μέχρι να τον τεμαχίσουν, όμως κατέληξαν σε αυτή τη λύση.
Αφού τελείωσαν με τις διαδικασίες της εξαφάνισης του πτώματος, έκαναν τα σχέδια για να δημιουργήσουν το άλλοθι που εμφάνισαν αργότερα. Πήγαν μαζί στα Ιωάννινα όπου ταχυδρόμησαν ένα παλαιότερο γράμμα του Πάντου που αναφερόταν σε ταξίδι του στη Γερμανία, και αφού έβγαλαν ένα εισιτήριο στο όνομα του Πάντου για την Αθήνα, πήγαν στο ξενοδοχείο όπου και πάλι με το διαβατήριό του, κοιμήθηκαν για βράδυ. Το μόνο λάθος ήταν ότι εκ παραδρομής ο Τζώρτζης είχε δηλώσει ως όνομα της γυναίκας, όχι εκείνο της Αγγελικής αλλά της πραγματικής του γυναίκας, της Όλγας.
Οι χωροφύλακες, μετά τις ομολογίες των δραστών, πήγαν στον κήπο του σπιτιού και ξέθαψαν το σώμα του άτυχου Χαρίση Πάντου. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα όχι μόνο στην περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, με δημοσιογράφους να καταφθάνουν στο μικρό αυτό χωριό και να περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο τη ζωή του ζευγαριού, ρίχνοντας μεγάλη ευθύνη για όσα έγιναν στην Αγγελική, η οποία, όπως γράφουν χαρακτηριστικά, «ήταν στριμμένη και ελαφριά, και δεν άφηνε κανέναν άνδρα χωρίς να τον γλυκοκοιτάξει», ενώ έκανε δύσκολη τη ζωή του άνδρα της που ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη. Από την πλευρά της η Αγγελική υποστήριξε ότι την έδερνε και την παραμελούσε, ότι έφευγε συχνά για τη Γερμανία και την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει, οπότε «προκειμένου να με φάει εκείνος, τον έπνιξα εγώ».
Το τρίτο πρόσωπο, ο αγροφύλακας Τζώρτζης, τα έριξε όλα στην Αγγελική και στο ερωτικό του πάθος, λέγοντας ότι τον εξαπάτησε όπως η Εύα τον Αδάμ, και τον παρέσυρε να συμμετάσχει στο φονικό. Η αναπαράσταση του εγκλήματος έγινε με όλο το χωριό να δίνει το «παρών» και να καταφέρεται εναντίον του παράνομου ζευγαριού που τόσο άδικα πήρε τη ζωή από τον άτυχο Χαρίση. Οι δύο προφυλακίστηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, ενώ η δίκη προσδιορίστηκε για τις 2 Δεκεμβρίου του 1968 και πάλι στην Κέρκυρα. Η σκληρότητα του εγκλήματος ήταν τέτοια που άφηνε υπόνοιες ότι θα μπορούσαν να καταδικαστούν σε θάνατο, με το ζευγάρι να κατηγορεί και πάλι ο ένας τον άλλο.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψαν και πολλά ακόμα στοιχεία που σόκαραν το δικαστήριο και τα ήθη της εποχής, όπως το γεγονός ότι η Αγγελική εκτός από τον Τζώρτζη είχε αρκετούς ακόμα εραστές, ενώ ειπώθηκε ότι ο νεκρός διατηρούσε σχέσεις με τη Λαμπρινή, τη γυναίκα του αδελφού του. Μέσα από αυτό το κουβάρι ερωτικών και άλλων σχέσεων, ο εισαγγελέας ξεκαθάρισε ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν ένα άκρως ειδεχθές έγκλημα και δεν έχουν δείξει κανένα σημάδι μεταμέλειας, ζητώντας να καταδικαστεί σε ισόβια η Αγγελική Πάντου και σε θανατική ποινή ο Τζώρτζης.
Η τελική απόφαση ήταν ισόβια και για τους δύο «διαβολικούς εραστές» όπως τους ανέφεραν τα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής. Και οι δύο πέρασαν στη φυλακή περίπου 20 χρόνια. Η Αγγελική σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα, ενώ ο Τζώρτζης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην αφάνεια. Από αυτή την αφάνεια πάντως τους έβγαλε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που μέσα από την εμβληματική του ταινία δεν μένει μόνο στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αλλά εμβαθύνει στα κοινωνικά δεδομένα της εποχής που επικρατούν στην ελληνική επαρχία και ρίχνει μία πιο ενδελεχή ματιά στο ψυχολογικό υπόστρωμα του εγκλήματος, δημιουργώντας ένα φιλμ που ακόμα και σήμερα διατηρεί την κομβική του θέση στην εξέλιξη του κινηματογράφου -και όχι μόνο- στη χώρα μας.
Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία «Η Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.