Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Το διπλό φονικό στη λευκή αθηναϊκή έπαυλη το 1965
Ο 25χρονος ανηψιός που κατακρεούργησε θεία και ξαδέλφη - Η κόκκινη βέσπα που τον πρόδωσε και η καταδίκη του στην εσχάτη των ποινώνΜία από τις υποθέσεις που έχουν μείνει στα εγκληματολογικά της Ελλάδας όχι μόνο εξαιτίας της αγριότητας του εγκλήματος αλλά και της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου που το διέπραξε. Ένα φρικτό διπλό φονικό από έναν άνθρωπο που μέχρι και το εκτελεστικό απόσπασμα δεν έδειξε ούτε μία στιγμή να μετανοεί, ενώ διαρκώς άλλαζε τις καταθέσεις του, υποστήριζε ότι ήταν ψυχικά άρρωστος και επινοούσε διάφορες ιστορίες, ακόμα και ότι το φονικό δεν ήταν αληθινό, αλλά είχε στηθεί από την Αστυνομία.
Η ανατριχιαστική αυτή υπόθεση ήρθε στην επιφάνεια στις 24 Ιουνίου του 1965. Η Αστυνομία δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον 25χρονο Μανώλη Νίτη, ο οποίος βρίσκεται μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα στην έπαυλη της θείας του, Ελένης Λαζάρου, στο Μαρούσι. Ο νεαρός ήταν τακτικός επισκέπτης της θείας του, καθώς την εξυπηρετούσε για διάφορες δουλειές με το αυτοκίνητό του.
Τις τελευταίες ημέρες η θεία του δεν είχε δώσει σημάδια ζωής, οπότε ο Μανώλης πήγε έως το σπίτι να δει τι συμβαίνει. Διαθέτοντας δεύτερο κλειδί μπήκε στο σπίτι όπου τον τύλιξε μία έντονη μυρωδιά. Προχωρώντας προς τα μέσα βρήκε πάνω στο διπλό κρεβάτι και μέσα σε μία λίμνη αίματος σκοτωμένες τη θεία του και τη 15χρονη ανιψιά της, Βασιλική.
Οι δύο γυναίκες είχαν σφαγιαστεί άγρια με μαχαίρι, ενώ είχαν χτυπηθεί και τα κεφάλια τους με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να παραμορφωθούν. Η έρευνα των αστυνομικών βρέθηκε από την αρχή μπροστά σε έναν δύσκολο γρίφο και άρχισαν να αναζητούν αμέσως στοιχεία που θα τους οδηγούσαν στον δράστη.
Η πρώτη σκέψη ήταν να στραφούν εναντίον του Μανώλη Νίτη. Ο 25χρονος επέμενε ότι δεν είχε καμία σχέση. Αλλά και στο παρελθόν, όταν είχε κάποιες δοσοληψίες με τις αρχές λόγω ενός τροχαίου στο οποίο είχε εμπλακεί, το άλλοθί του ήταν ισχυρό, οπότε οι αστυνομικοί στράφηκαν προς άλλα πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος, προσπαθώντας παράλληλα να βρουν τα κίνητρα του φόνου, καθώς άλλα στοιχεία, όπως δακτυλικά αποτυπώματα, δεν βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος.
Από τις έρευνες προέκυψε ότι η ευκατάστατη θεία είχε κάνει ανάληψη ενός πολύ μεγάλου ποσού εκείνες τις ημέρες, το οποίο είχε κρύψει σε διάφορα σημεία μέσα στο σπίτι, κάτι που μάλλον ήταν γνωστό στον στενό οικογενειακό της κύκλο. Οι αστυνομικοί άρχισαν να ερευνούν το ενδεχόμενο της ληστείας μετά φόνου, όμως κάποιοι γείτονες που είδαν εκείνη την ημέρα έναν νεαρό με μία κόκκινη βέσπα να κόβει βόλτες στην περιοχή, τους οδήγησαν σε ένα άλλο πρόσωπο.
Επρόκειτο για έναν άλλο ανιψιό της Λαζάρου, τον 25χρονο Δημήτρη Γιακουμάκη, ο οποίος ήταν και εξάδελφος της Βασιλικής. Οι υποψίες έπεσαν όλες επάνω του όταν μαθεύτηκε ότι είχε μεγάλη έχθρα προς τη θεία του γιατί δεν του είχε δώσει χρήματα να σπουδάσει σε ναυτική σχολή, ενώ ζήλευε παθολογικά και την εξαδέλφη του, η οποία ήταν μία καλή μαθήτρια και εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από εκείνον και όπως είχε διαφανεί, θα κληρονομούσε τη θεία της. Ο Γιακουμάκης οδηγήθηκε για ανάκριση στην Αστυνομία, όμως αρνήθηκε τα πάντα.
Παραδέχθηκε ότι είχε πάει στο σπίτι της θείας του, αλλά δεν βρήκε κανέναν εκεί και επέστρεψε σπίτι του. Όμως οι αστυνομικοί δεν πείσθηκαν. Η εικόνα από το σημείο του εγκλήματος έδειχνε ότι αυτός που το έκανε ήταν γνωστός των δύο άτυχων γυναικών, ότι είχαν φάει μαζί και πως όλα έγιναν την ώρα που οι δυο τους είχαν αποκοιμηθεί στο κρεβάτι που βρέθηκαν δολοφονημένες.
Ψάχνοντας ακόμα περισσότερο για στοιχεία, οι αστυνομικοί βρήκαν κηλίδες αίματος σε ένα εσώρουχο του Γιακουμάκη, αλλά και πάνω στην κόκκινη βέσπα. Μετά από αυτό ο Γιακουμάκης συνελήφθη την 1η Ιουλίου του 1965 ως κύριος ύποπτος για τη δολοφονία της θείας και της εξαδέλφης του.
Από εκεί και πέρα αρχίζει ένα διαρκές «παιχνίδι» του Γιακουμάκη με τους ανακριτές και τους ειδικούς ερευνητές. Στην πρώτη αναπαράσταση που έγινε στην έπαυλη, είπε ότι εκείνο το μεσημέρι είχε πάει στο σπίτι της θείας του, και αφού έφαγαν, πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της εξαδέλφης του, ενώ οι δύο γυναίκες πήγαν και κοιμήθηκαν στο διπλό κρεβάτι.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήρε ένα κουζινομάχαιρο και ένα καλέμι, και αφού κατακρεούργησε τα σώματά τους, στη συνέχεια τις χτύπησε με το αιχμηρό αντικείμενο στο κεφάλι για να επιβεβαιώσει ότι θα τις σκοτώσει. Αφού καθάρισε το μαχαίρι και ανακάτεψε το σπίτι ώστε να φαίνεται για απόπειρα ληστείας, έφυγε και επέστρεψε στη μητέρα του με την οποία προετοίμασε -μάλλον αποτυχημένα- το άλλοθί του.
Αυτή την πρώτη ομολογία θα την αναιρέσει αρκετές φορές, λέγοντας σε δεύτερη φάση ότι είναι τρελός και πως όλα τα είπε κάτω από την πίεση της ανάκρισης. Έγινε και πάλι αναπαράσταση, όπου ο Γιακουμάκης άλλοτε παίζοντας «θέατρο» και άλλοτε ομολογώντας με κάθε λεπτομέρεια τις πράξεις του, δημιουργούσε μία έντονη απώθηση στο αναγνωστικό κοινό της εποχής που μέσα από τις εφημερίδες μάθαινε τις λεπτομέρειες αυτής της συγκλονιστικής υπόθεσης.
Από την πλευρά τους οι δικηγόροι του ακολούθησαν από την αρχή τη γραμμή της ψυχικής ασθένειας και του ακαταλόγιστου, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι υπάρχει ιστορικό σχιζοφρένειας στην οικογένεια και συγκεκριμένα στον πατέρα του δράστη. Παρά τις διάφορες εκδοχές που εμφάνιζε κάθε φορά ο Γιακουμάκης, οι αστυνομικοί έχουν πεισθεί πλέον ότι έχουν στα χέρια τους τον δράστη, τον οποίο οδηγούν στη φυλακή στις 7 Ιουλίου του 1965.
Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1966 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, μέσα σε μία ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα με εξοργισμένο πλήθος που ζητούσε την καταδίκη του σε θάνατο. Στη δίκη ο Γιακουμάκης παρουσιάστηκε και πάλι αλλαγμένος, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι ένοχος και ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, για να πείσει τους δικαστές ότι έχει το ακαταλόγιστο, συμπεριφέρεται περίεργα και φαίνεται να διασκεδάζει, δηλώνοντας ότι αδιαφορεί για το ενδεχόμενο του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Από την αίθουσα του δικαστηρίου περνούν αρκετοί από τους συγγενείς του Γιακουμάκη, μεταξύ των οποίων και ο θείος του, Κυριάκος Γιακουμάκης, πατέρας της Βασιλικής, ο οποίος υποστήριξε ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο και έγινε επειδή ζήλευε την εξαδέλφη του. Αποκάλυψε επίσης ότι ο δράστης είχε αρπάξει από το σπίτι ένα χρηματοκιβώτιο, ενώ δεν έγινε γνωστό αν είχε πάρει και άλλα από τα χρήματα που έκρυβε η θανούσα στο σπίτι της.
Υποστήριξε επίσης ότι ο δράστης δεν είχε κανένα ψυχολογικό πρόβλημα και πως όλα έγιναν εν ψυχρώ και με πλήρη επίγνωση των πράξεών του. Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου πάντως επέμενε στη γραμμή της ψυχικής νόσου, ενώ δεν δίστασε να προσβάλει τη μνήμη της θείας ως γυναίκα «αμφιβόλου ηθικής», εμπλέκοντας τον άλλο ανιψιό, τον Μανώλη Νίτη, ως άνθρωπο με τον οποίο η θεία είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις.
Όλα αυτά όμως έπεσαν στο κενό, καθώς και οι γνωματεύσεις των ψυχιάτρων που εξέτασαν τον Γιακουμάκη δεν διαπίστωσαν ότι πάσχει από κάποιας μορφής ψυχική ασθένεια. Στην απολογία του ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έχει κάποια σχέση με το έγκλημα και δήλωσε ότι παραδέχθηκε το έγκλημα στον ανακριτή γιατί τον πίεσαν στην Αστυνομία.
Περιέγραψε τη διαδρομή του εκείνη την ημέρα με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ενώ στο τέλος έφτασε στο σημείο να αμφισβητεί και την ίδια την ύπαρξη του εγκλήματος, λέγοντας ότι δεν πιστεύει ούτε στις φωτογραφίες των πτωμάτων, οι οποίες κατά την άποψή του ήταν φτιαχτές. Με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί άναυδη την εξέλιξη της υπόθεσης, ο εισαγγελέας ζήτησε να καταδικαστεί ο 25χρονος Γιακουμάκης στην εσχάτη των ποινών, καθώς δεν εντόπισε κανένα ελαφρυντικό ψυχικής διαταραχής, παρά μόνον έναν ψυχρό εγκληματία.
Τελικά το δικαστήριο, παρά τη γνώμη των ενόρκων να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης, αποφάσισε να καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών. Δύο χρόνια μετά, ο Γιακουμάκης στάθηκε απαθής απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα, όντας και ένας από τους τελευταίους ποινικούς της χώρας μας που εφαρμόστηκε η θανατική ποινή.