Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Ο 19χρονος νταής που σκότωσε δύο γιατί είχε μείνει μεταξεταστέος
Γνωστός και για τις ναζιστικές του αντιλήψεις ο «νεοφασίστας» Κακαλέτρης, απείλησε να τινάξει στον αέρα με χειροβομβίδα το σχολείο του - Kαταδικάστηκε δις ισόβια, στα 25 χρόνια ήταν έξωΗ ήσυχη ζωή της Σπάρτης τον Ιούνιο του 1978 αναστατώθηκε από ένα διπλό φονικό, το οποίο ακόμα και σήμερα στοιχειώνει τις μνήμες της πόλης. Δράστης ένας νεαρός 19 ετών, ο οποίος είχε αποκλίνουσα συμπεριφορά, ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις και ήταν αποφασισμένος να πάρει τον νόμο στα χέρια του επειδή είχε μείνει μεταξεταστέος στην τάξη του για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Όλα έγιναν στις 22 Ιουνίου του 1978, δύο ημέρες μετά τον φρικτό σεισμό στη Θεσσαλονίκη, που απασχολούσε με τις καταστροφικές του συνέπειες όλη την Ελλάδα. Εκείνη την ημέρα, οι μαθητές της Τρίτης Λυκείου έδιναν γραπτές εξετάσεις. Στο προαύλιο του σχολείου εμφανίστηκε ένας γνωστός σε όλους 19χρονος νεαρός, ο Παναγιώτης Κακαλέτρης. Ο βίος και η πολιτεία του Κακαλέτρη είχαν απασχολήσει πολλές φορές την κοινωνία της πόλης, αλλά και του Μυστρά όπου ζούσε με την οικογένειά του.
Αν και στις τάξεις του Δημοτικού ήταν ένας εξαιρετικός μαθητής, περνώντας στο Γυμνάσιο και αργότερα στο Λύκειο άλλαξε εντελώς. Έγινε ιδιαίτερα επιθετικός και νταής, προκαλούσε συνεχώς τους συμμαθητές του, είχε καταφέρει να κάνει μία συλλογή από όπλα, ενώ ήταν γνωστός και για τις ναζιστικές του αντιλήψεις. Ο «νεοφασίστας» Κακαλέτρης, όπως τον αποκαλούσαν εκείνη την εποχή οι εφημερίδες, ήταν μία «βόμβα» έτοιμη να εκραγεί. Και την αφορμή τη βρήκε όταν διαπίστωσε ότι για άλλη μία χρονιά είχε μείνει στα Μαθηματικά και τη Φυσική.
Εκείνο το πρωί είχε ξεκινήσει από το σπίτι του αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σε αυτή την υπόθεση που τον έκανε να αισθάνεται ο περίγελος των συμμαθητών του. Έφθασε στο σχολικό συγκρότημα όπου βρίσκονταν οι καθηγητές και ζήτησε τον λόγο από τον 56χρονο λυκειάρχη Γιώργο Μπλέσιο, γιατί και πάλι τον άφησαν στην ίδια τάξη. Ο λυκειάρχης προσπάθησε να τον καλμάρει και του έδωσε ξεκάθαρη υπόσχεση, ότι θα τον περνούσαν στις εξετάσεις του Σεπτέμβρη αν διάβαζε λιγάκι.
Όμως ο Κακαλέτρης ήταν ιδιαίτερα ερειστικός και πίεζε τον λυκειάρχη να του δώσει απαντήσεις γιατί τον αδίκησαν και πάλι. Ο λυκειάρχης αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να παίρνουν άλλη τροπή (άλλωστε τους είχε απειλήσει παλαιότερα ότι θα τους τινάξει όλους στον αέρα) και προσπάθησε να αποσπάσει την τσάντα που κρατούσε ο Κακαλέτρης.
Μέσα σε αυτήν διαπίστωσε ότι υπήρχαν μία χειροβομβίδα και αρκετές σφαίρες. Προτού προλάβει να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους καθηγητές, ο Κακαλέτρης βγάζει ένα όπλο που είχε κρυμμένο επάνω του και απειλεί τον λυκειάρχη. Εκείνος τρέχει να σωθεί και ο Κακαλέτρης πυροβολεί δύο φορές, με τη μία σφαίρα να πετυχαίνει τον άτυχο καθηγητή, ο οποίος σωριάστηκε στο δάπεδο.
Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης, με τους υπόλοιπους καθηγητές να τρέχουν να σωθούν και τον Κακαλέτρη να σπεύδει να εξαφανιστεί τρέχοντας προς το προαύλιο. Εκεί έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τον 46χρονο Χρήστο Αγράφα, τον οποίο επίσης πυροβολεί και τον σκοτώνει ακαριαία. Ο λυκειάρχης έζησε για λίγες ώρες, όμως εξέπνευσε προτού φθάσει το ελικόπτερο που είχε ξεκινήσει για να τον μεταφέρει στην Αθήνα.
Από εκεί και μετά ο Κακαλέτρης εξαφανίζεται, έχοντας αφήσει τη σακούλα με τη χειροβομβίδα στο σχολείο και κρύβεται σε μία περιοχή που γνώριζε καλά στους πρόποδες του Ταϋγέτου, εκεί όπου σύχναζε σχεδόν καθημερινά και επιδιδόταν στη σκοποβολή και το κυνήγι. Οι άνδρες της Χωροφυλακής τον ψάχνουν παντού, αλλά ο Κακαλέτρης γνωρίζει καλά τα κατατόπια και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον εντοπίσουν. Το βράδυ της επόμενης μέρας, ο 19χρονος θεωρώντας ότι μέσα στο σκοτάδι θα καταφέρει να ξεγλιστρήσει, επέστρεψε στον Μυστρά, και προσπάθησε να μπει στο σπίτι του προς αναζήτηση τροφής, όμως έπεσε στην παγίδα και την τσιμπίδα του νόμου.
Οδηγήθηκε στον ανακριτή όπου παραδέχθηκε τα όσα είχε κάνει, αν και σχετικά με τον πυροβολισμό του ενωμοτάρχη, είπε ότι το όπλο του εκπυρσοκρότησε. Πάντως, έχει σημασία να αναφερθεί ότι χάρη στην παλαιότητα του όπλου, γλίτωσαν αρκετοί γονείς που βρίσκονταν στο προαύλιο, τους οποίους αποπειράθηκε να σκοτώσει και αυτούς, όμως το πιστόλι δεν λειτούργησε.
Κατά τη φάση της ανάκρισης ήρθαν στην επιφάνεια πολλά γνωστά και άγνωστα στοιχεία για την προσωπικότητα του 19χρονου φονιά. Ο Κακαλέτρης γύριζε με το όπλο πάνω του και είχε προκαλέσει διάφορα επεισόδια, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Λίγες ημέρες πριν από το φονικό, είχε απειλήσει έναν συμμαθητή του σε κεντρικό σημείο της Σπάρτης, ενώ μερικούς μήνες πριν με την απειλή του όπλου είχε απειλήσει μία νεαρή Σπαρτιάτισσα για να ενδώσει στις ερωτικές του επιθυμίες. Στο σπίτι του στον Μυστρά βρέθηκαν δύο περίστροφα, μία καραμπίνα, διάφορα ξίφη και μαχαίρια, σφαίρες και πολλά αντικείμενα με φασιστικό περιεχόμενο.
Στο κάδρο μπήκε και ο 63χρονος πατέρας του, ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνώριζε για τα όπλα του γιου του, αν και είχε γίνει γνωστό ότι περηφανευόταν για τις σκοπευτικές του ικανότητες και την ευχέρεια που είχε αποκτήσει με τα όπλα. Οι καθηγητές του, από την άλλη πλευρά, έλεγαν για έναν ιδιαίτερα αμελή μαθητή, ο οποίος απαιτούσε πεισματικά να τον περάσουν από τις τάξεις, παρά το γεγονός ότι παρέδιδε λευκή κόλλα. Η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις σε όλη τη χώρα, με τις συνδικαλιστικές ενώσεις καθηγητών και δασκάλων να επισημαίνουν τη φασιστική νοοτροπία του μαθητή και το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν την έλξη του για τα όπλα, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα.
Στις 22 Αυγούστου του 1979, στο Ναύπλιο, ορίστηκε η πρώτη δίκη, στην οποία οι συγγενείς του λυκειάρχη προσπάθησαν να λιντσάρουν τον Κακαλέτρη. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 2 Οκτωβρίου του 1979 και πάλι στο Μικτό Ορκωτό του Ναυπλίου, όπου λόγω της δημοσιότητας που είχε πάρει, συγκεντρώθηκε ένα πολύ μεγάλο πλήθος. Η δίκη ήταν επεισοδιακή, οι αντεγκλήσεις απ’ όλες τις πλευρές ήταν συνεχείς, και το κλίμα τεταμένο από την πλευρά των συγγενών των θυμάτων που ζητούσαν την καταδίκη σε θανατική ποινή.
Ο συνήγορος υπεράσπισης Αλέξανδρος Λυκουρέζος αντιστάθηκε σθεναρά σε αυτό το ενδεχόμενο και ζήτησε ψυχιατρική γνωμάτευση για τον κατηγορούμενο, αλλά και να κληθούν να καταθέσουν ειδικοί εμπειρογνώμονες σχετικά με τα όπλα. Ο κατηγορούμενος σε όλη τη φάση της διαδικασίας παρέμεινε απαθής και με ελαφρύ χαμόγελο σε κάποιες στιγμές, ενώ στην απολογία του είπε ότι ήθελε μόνο να απειλήσει τον λυκειάρχη και πως δεν γνώριζε τον ενωμοτάρχη, τον οποίο σκότωσε από λάθος χειρισμό του όπλου. Τελικά καταδικάστηκε σε δύο φορές ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης και 3 χρόνια για οπλοφορία και οπλοχρησία. Εξέτισε ποινή κάθειρξης 25 ετών και αφέθηκε ελεύθερος.