Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Η «παραγγελιά» του Κοεμτζή που έβαψε με αίμα τις απόκριες του 1973 για ένα ζεϊμπέκικο

Πως το αποκριάτικο γλέντι κατέληξε σε σφαγή με τρεις νεκρούς και επτά τραυματίες - Το χρονικό της «Παραγγελιάς» έγινε ταινία σε σκηνοθεσία του Παύλου Τάσιου

Ένα από τα πιο προβεβλημένα πολλαπλά εγκλήματα της χώρας μας με έναν πρωταγωνιστή που ο βίος και η πολιτεία του ξεπέρασαν τα αστυνομικά χρονικά και έφτασε να αποτελεί μέρος της λαϊκής κουλτούρας μέσα από τραγούδια, βιβλία και μία πολύ δυνατή ταινία. Εκτός αυτού, ο Νίκος Κοεμτζής αποτέλεσε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της λειτουργίας της φυλάκισης ως μέσο σωφρονισμού, περνώντας υποδειγματικά τις ημέρες του ως έγκλειστος και ζώντας ήρεμα και ειρηνικά μετά την αποφυλάκισή του.

Για την υπόθεση έχουν γραφτεί πολλά, άλλα πιο κοντά στα αληθινά γεγονότα και άλλα πιο κοντά στον χώρο της μυθοπλασίας στην οποία εμπλέκεται και η διάσταση των πολιτικών πεποιθήσεων του δράστη και της δύσκολης πορείας του μέσα στα χρόνια που προηγήθηκαν μέχρι τη σημαδιακή βραδιά του Σαββάτου, στις 24 Φεβρουαρίου του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας.

Ήταν γιος του Παναγιώτη (Καπετάν Κεραυνός) και της Αναστασίας Κοεμτζή, οι οποίοι είχαν έντονη δράση με το ΕΑΜ στην Κατοχή, κάτι που είχε βάλει την οικογένεια στο περιθώριο με συνεχείς διώξεις από τις Αρχές. Ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, και μια και δεν τα κατάφερνε με τα γράμματα, έφυγε αρκετά μικρός για τη Θεσσαλονίκη όπου έκανε διάφορες ευκαιριακές δουλειές. Αργότερα έφθασε στην Αθήνα, όπου και πάλι αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες ένταξης λόγω του παρελθόντος της οικογένειάς του.

Το 1965 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά μαζί με τον αδελφό του Δημοσθένη και άλλους δύο για διαρρήξεις, ενώ λίγο αργότερα τον συλλαμβάνουν για ένοπλη ληστεία. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να περάσει περίπου έξι χρόνια στη φυλακή, από όπου βγήκε στις αρχές του 1973 έχοντας περάσει πολύ δύσκολες στιγμές, όπως έλεγε ο ίδιος, στα χέρια των αστυνομικών λόγω του αριστερού ιστορικού της οικογένειας.

Λίγες ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, εκείνο το σημαδιακό Σάββατο, αποφασίζει να βγει με τον αδελφό του Δημοσθένη και τον φίλο του Θωμά Καραμάνη, μαζί με δύο γυναίκες. Όλη η παρέα καταλήγει στο κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη, όπου πρώτο όνομα ήταν ο Κώστας Καρουσάκης. Κάθισαν σε ένα τραπέζι κοντά στην πίστα και άρχισαν να πίνουν. Λίγο αργότερα ο Κοεμτζής τσακώθηκε με τη μία κοπέλα, η οποία πήρε τη φίλη της και αποχώρησαν. Οι τρεις άνδρες παρέμειναν και συνέχισαν τη διασκέδασή τους.
***
Κάποια στιγμή κοντά στις 2 τα ξημερώματα, ο Κοεμτζής θέλοντας να καμαρώσει τον αδελφό του να χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, ζήτησε από τον Καρουσάκη «παραγγελιά» να του τραγουδήσει της «Βεργούλες» του Βαμβακάρη. Ο Καρουσάκης, βλέποντας ότι η πίστα ήταν γεμάτη από κόσμο, και θέλοντας να αποφύγει την ένταση με τον Κοεμτζή, του λέει ότι δεν γνωρίζει το τραγούδι. Και πως θα πει στον επόμενο τραγουδιστή, τον Τάκη Αθανασιάδη, να το πει πρώτο-πρώτο όταν θα βγει, για να χορέψει την «παραγγελιά» ο Δημοσθένης Κοεμτζής.

Πράγματι, με το που ανέβηκε ο Αθανασιάδης στην πίστα, ανακοίνωσε ότι το επόμενο τραγούδι ήταν «παραγγελιά» και ζήτησε από τον κόσμο να ελευθερώσει την πίστα. Όμως αυτό δεν έγινε, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του και την εμφανή ενόχληση των αδελφών Κοεμτζή που έβλεπαν να μην τηρείται ο άγραφος νόμος της «παραγγελιάς». Ο Αθανασιάδης, βλέποντας ότι η κατάσταση πάει να ξεφύγει, δίνει το μικρόφωνο στον Δημοσθένη που είπε: «Ρε παιδιά, είναι παραγγελιά το τραγούδι».

Όμως κάποιοι συνέχιζαν να χορεύουν επιδεικτικά και όχι μόνο δεν έκαναν άκρη, αλλά έσπρωξαν τον Δημοσθένη χλευάζοντάς τον, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω, Βλέποντας αυτή τη σκηνή, ο Νίκος Κοεμτζής γίνεται έξω φρενών και φωνάζοντας «Παραγγελιά, ρε! Δεν ακούτε, παραγγελιά!», όρμηξε πάνω σε όσους βρίσκονταν πάνω στην πίστα, κραδαίνοντας στο χέρι του ένα μαχαίρι που κουβαλούσε μαζί του. Η μανία του ήταν τέτοια που μαχαίρωνε όποιον έβρισκε μπροστά του, μεταξύ αυτών και τον φίλο του Θωμά που είχε σπεύσει να τον συγκρατήσει.

Στο μακελειό που ακολούθησε σωριάστηκαν αρκετά κορμιά στο έδαφος και ο χώρος γέμισε αίματα, ενώ από παντού ακούγονταν φωνές πόνου και πανικού. Ο Κοεμτζής μέσα σε αυτή την παραζάλη χτυπούσε αδιακρίτως όποιον έβρισκε μπροστά του κατευθυνόμενος προς την έξοδο απ’ όπου χάθηκε μέσα στη νύχτα. Πίσω του είχε αφήσει τρεις νεκρούς, τον 28χρονο Μανώλη Χριστοδουλάκη υπενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τον 31χρονο Δημήτρη Πεγιά, αστυφύλακα της Ασφάλειας, και τον 34χρονο Γιάννη Κούρτη, 34 ετών, μηχανικό αυτοκινήτων. Εκτός από αυτούς, είχε τραυματίσει και άλλους επτά από τους θαμώνες του καταστήματος.
Από το κυνηγητό της Χωροφυλακής πρώτος συνελήφθη ο Δημοσθένης Κοεμτζής. Δύο μέρες αργότερα, ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε περικυκλωμένος στο σπίτι όπου είχε καταφύγει. Και πάλι στάθηκε απέναντι στους χωροφύλακες κραδαίνοντας ένα μαχαίρι. Όμως ήταν πια ζήτημα τιμής για τη χούντα η σύλληψή του, οπότε τον πυροβόλησαν στα πόδια για να τον ακινητοποιήσουν και στη συνέχεια τον συνέλαβαν. Στην ανάκριση που ακολούθησε είπε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το περιστατικό και πως είχε θολώσει το μυαλό του.

Ό,τι έκανε το έκανε γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του στην πίστα και ήθελε να τον προστατέψει. Μεταφέρθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού όπου και κρατήθηκε μέχρι τη δίκη του, τον Νοέμβριο του 1973. Καταδικάστηκε τρεις φορές εις θάνατον για ανθρωποκτονίες από πρόθεση, ενώ ο αδελφός του Δημοσθένης σε τρία χρόνια φυλάκιση για σωματικές βλάβες σε αστυνομικό. Τη σχεδόν σίγουρη εκτέλεσή του ήρθε να μετατρέψει σε ποινή φυλάκισης η επιστροφή της Δημοκρατίας στη χώρα μας, με τον Κοεμτζή να παραμένει στη φυλακή μέχρι το 1996.

Όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε υπόδειγμα κρατούμενου και θέμα προς συζήτηση για τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει ο εγκλεισμός στη φυλακή για τον σωφρονισμό ενός καταδίκου. Ο ίδιος δήλωνε σε κάθε περίσταση ότι είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει και ήταν ένα πρόσωπο αγαπητό στους συγκρατούμενούς του στους οποίους δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα.

Ακόμα και όταν τον Αύγουστο του 1996 δεν έδωσε το «παρών» ως όφειλε στο Αστυνομικό Τμήμα λόγω σχέσης που είχε αναπτύξει με μία γυναίκα, τελικά παρέμεινε μία φιγούρα που προκαλούσε τη συμπάθεια. Σε αυτό συνέβαλε και η σταθερή παρουσία του με τον δικό του πάγκο στο κέντρο της Αθήνας, όπου πωλούσε το βιβλίο με την ιστορία της ζωής του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011, σε ηλικία 73 ετών, πέθανε από έμφραγμα ενώ καθόταν στο μικρό τραπεζάκι με τα βιβλία του στο Μοναστηράκι. Το πέρασμα του Κοεμτζή από τη δημόσια σφαίρα συνδυάστηκε και με τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης, όταν γνωστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι προσπάθησαν να «διαβάσουν» τον Κοεμτζή υπό ένα διαφορετικό πρίσμα για το λούμπεν κοινωνικό περιθώριο.

Μεταξύ αυτών, ο Διονύσης Σαββόπουλος με το τραγούδι «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», η Κατερίνα Γώγου με ποιήματά της στη συλλογή «Τρία Κλικ Αριστερά» και κυρίως η ταινία του Παύλου Τάσιου που εξιστορεί με αρκετές δόσεις μυθοπλασίας την «Παραγγελιά» (με την καταιγιστική συμμετοχή της Κατερίνας Γώγου).

protothema.gr