«Εδώ Υπήρχε η Κάνδανος»… Η συγκλονιστική ιστορία του χωριού στα Χανιά που μακέλεψαν οι ναζί
Ένα από τα πολλά φριχτά εγκλήματα των ναζί που κάποιοι κι εντός Ελλάδας προσπαθούν μεθοδικά να μας κάνουν να ξεχάσουμε.Στις 3 Ιουνίου 1941 οι άνανδροι της Βέρμαχτ εκθεμελίωσαν ένα ολόκληρο χωριό στην Κρήτη. Ένα από τα πολλά φριχτά εγκλήματα των ναζί που κάποιοι κι εντός Ελλάδας προσπαθούν μεθοδικά να μας κάνουν να ξεχάσουμε.
Κάνδανος 3 Ιουνίου 1941. Ποιο ήταν το “έγκλημα” ; Αντίσταση στις Γερμανικές δυνάμεις που προκάλεσαν το θάνατο 25 στρατιωτών τους.
Τα όσα έκαναν οι Γερμανοί δεν μπορεί να τα χωρέσει ανθρώπινος νους. Και περιγράφονται με λεπτομέρειες στην εκπομπή που είχε κάνει ο δημοσιογράφος Χρήστος Βασιλόπουλος.
Τις δύο πινακίδες – επιγραφές τις τοποθέτησαν οι Ναζί στις εισόδους της Καντάνου από Χανιά και Παλαιόχωρα. Την τρίτη, που είναι από μάρμαρο, την έφεραν στην Κάντανο το 1943 προοριζόμενη προφανώς για το μνημείο που θα κατασκεύαζαν, και είναι γραμμένες στα Ελληνικά και τα Γερμανικά.
H πρώτη αναφέρει: “Δια την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρας , γυναίκας και παιδιά και παπάδες μαζi και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3-6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων , διά να μην επαναοικοδομηθεί πλέον ποτέ.”
Η δεύτερη αναφέρει: “Ως αντίποινων των από οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος. ”
Η τρίτη (μαρμάρινη) αναφέρει “Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών.”
«ΕΔΩ ΥΠΗΡΧΕ Η ΚΑΝΤΑΝΟΣ…»
Ανεξίτηλα σφραγίζουν με τις επιγραφές που άφησαν, τη θηριωδία τους οι Γερμανοί κατακτητές…
Ηταν χρονιά που η γη της Καντάνου με την εργατικότητα των Καντανιωτών είχε γεμίσει τους μαγατζέδες και τα πιθάρια με κάθε λογής γεννήματα και αγαθά. Τα λάδια ετρέξανε ποταμός, εγεμίσανε οι δρόμοι, τα λιόφυτα και οι κολύμπες, με όσα δεν εκάηκαν.
Τρεις Ιουνίου ξεχείλισε η οργή των Γερμανών. Έριχναν εύφλεκτα υλικά και όλα τα σπίτια έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Ο ουρανός ήταν μαύρος από τους καπνούς και ο αέρας μύριζε από τα καμένα λάδια, ρούχα, τρόφιμα, ζώα. Τα πολυβόλα από όλα τα υψώματα διασταύρωναν τα πυρά τους και θέριζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους….
Ο ήλιος είχε κρυφτεί με τους καπνούς και νόμιζες ότι είχε γίνει έκλειψη. Οι κάτοικοι ήταν κρυμμένοι και σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, μην τους βρουν γιατί κανείς δεν θα γλίτωνε από τα χέρια τους. Σαν έπεσε το ηλιοβασίλεμα και οι Γερμανοί έφυγαν, όλοι βγήκαν από τις κρυψώνες και έψαχναν για τους δικούς τους. Άλλοι ήταν ζωντανοί και άλλοι πεθαμένοι….
Όσοι Καντανιώτες επέζησαν από αυτή την κόλαση, γύρισαν στις γειτονιές, στα σπίτια τους, που δεν υπήρχε παρά μόνο φωτιά και στάχτη. Κόποι τόσων ετών , όλα είχαν γίνει κάρβουνα. Ερημιά, σιγή νεκρική, μονάχα μοιρολόγια, θρήνος και οδυρμός.