Άγιος Ανδρέας: Το θαύμα που ένωσε μάνα και γιο μετά από χρόνια
Η συγκλονιστική ιστορία της Μαρίας μίας Ελληνίδας μητέρας που έζησε έναν εφιάλτη όταν ο 13χρονος γιος της, Παντελής, χάθηκε μυστηριωδώς. Παρά τις προσπάθειες, ο νεαρός δεν βρέθηκε, και η Μαρία δεν έπαψε να προσεύχεται στον Άγιο Ανδρέα για βοήθειαΜια συγκλονιστική ιστορία, που μαρτυρά τη δύναμη της πίστης και τα θαύματα του Αγίου Ανδρέα, έρχεται στο φως από το ιστολόγιο sophia-ntrekou.gr, βασισμένη στη μελέτη του θεολόγου Θεόδωρου Ρηγινιώτη με τίτλο «Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους». Η ιστορία αυτή εκτυλίχθηκε το 1912 στην Καρπασία της Κύπρου και καταγράφηκε στην εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου».
Η Μαρία, μια Ελληνίδα μητέρα, έζησε έναν εφιάλτη όταν ο 13χρονος γιος της, Παντελής, χάθηκε μυστηριωδώς. Παρά τις προσπάθειες, ο νεαρός δεν βρέθηκε, και η Μαρία δεν έπαψε να προσεύχεται στον Άγιο Ανδρέα για βοήθεια.
Τα χρόνια πέρασαν, ώσπου μια απροσδόκητη τροπή ανέτρεψε τα πάντα. Σύμφωνα με την αφήγηση, η Μαρία, ακολουθώντας τη διαίσθηση και την πίστη της, οδηγήθηκε σε έναν Τούρκο δερβίση, ο οποίος τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ο χαμένος γιος της. Ένα θαύμα του Αγίου Ανδρέα, όπως μαρτυρούν οι πιστοί, επανένωσε μάνα και γιο, ξεπερνώντας θρησκευτικά, πολιτισμικά και χρονικά εμπόδια.
Η δύναμη της προσευχής και της αγάπης γίνεται και πάλι σημείο αναφοράς, προσφέροντας ελπίδα και πίστη στους ανθρώπους. Ο Άγιος Ανδρέας, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 30 Νοεμβρίου, συνεχίζει να αποτελεί πηγή θαυμάτων για τους πιστούς.
Ακολουθεί η περιγραφή
«μίαν ημέραν, ενώ είχε βγη έξω ο Παντελής, τον επήραν οι Τούρκοι και τον έφεραν κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εσπούδασαν, παρά τη θέλησή του, τα τούρκικα και τον έκαμαν δερβίσην. Φανερά ήταν δερβίσης, αλλά εις το κρυπτόν ήτο ορθόδοξος Χριστιανός και έκρυπτε πολύ μυστικά μέσα στα ενδύματα του ένα εικόνισμα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, το οποίον προσκυνούσε τακτικά.
Η δυστυχής μητέρα, που δεν εγνώριζε πού ευρίσκετο ο υιός της και αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, έκλαιε απαρηγόρητα ημέρα και νύκτα. Εγονάτιζε και παρακαλούσε θερμά το Θεό και όλους τους Αγίους δια να της φανερώσουν πού βρίσκεται ο υιός της, αν ζη ή απέθανε διά να υπάγη να τον εύρη.
Μία νύχτα ενώ ήταν γονατισμένη και έκλαιγε απαρηγόρητα παρακαλώντας το Θεό και τους Αγίους, απεκοιμήθη με συντροφιά τον πόνο. Ενώ εκοιμάτο είδε στο όνειρο της τον πολυθαύμαστον Απόστολον Ανδρέαν, ο οποίος της είπε»:
– «Γρηά, γιατί κλαίεις απαρηγόρητα»;
Κι’ αυτή του αποκρίνεται: «Έχασα το γιο μου είκοσι χρόνια τώρα, εγύρισα πόλεις και χωριά πολλά, μα δεν άκουσα πουθενά αν ζη ή απέθανε».
Και τότε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, της λέγει: – «Άκουσε γρηά να σε καθοδηγήσω για να βρης το γιο σου. Να υπάγης την τάδε ημέρα του τάδε μηνός με ένα Αυστριακό καράβι, που πηγαίνει στην Κύπρο και εκεί θα βρης το γιο σου, ο οποίος ζη και είναι καλά. Να επιστρέψης με το ίδιο πλοίο. Να σημειώσης την ημερομηνία κατά την οποίαν θα υπάγης στο λιμένα της Μερσίνας και θα εύρης το πλοίο. Θα παρακαλέσης τον Καπετάνιο και θα του πης όλα τα συμβάντα».
Πραγματικώς όταν κατέβη η γρηά στο λιμένα την ημέρα που της είπεν ο άγιος, ήταν το πλοίο έτοιμο για το ταξείδι του. Το καράβι ανεχώρησε για την Κύπρο. Κάποτε εφάνησαν τα παράλια της και στο βάθος πρόβαλλε η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. Οι Κύπριοι επιβάται όταν την είδαν, έκαμαν το σταυρό τους λέγοντας: Να, η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου.
Σε μία στιγμή την πλησιάζει και ένας δερβίσης (ο υιός της), που είχε την ίδια επιθυμία, δηλ. να ανταμωθή με τους γονείς του και να απαλλαγή από αυτή τη μισητή ζωή. Ο δερβίσης, λοιπόν, που ήταν μορφωμένος και φορούσε τούρκικο σαρίκι και μεγάλο γένι, λέγει της γρηάς:
– Γιατί, κυρά μου, κλαίεις έτσι απαρηγόρητα; Τι έχεις;
Η γρηά βλέποντας και ακούοντας έναν Τούρκο, του λέγει:
– Αφέντη, αφού τόσον επιμένεις και θέλεις να μάθης τους πόνους μου, άκουσε. Προ είκοσι ετών εχάθη ο υιός μου πηγαίνοντας σχολείο και από τότε δεν ηκούσθη τίποτε πού βρίσκεται. Μετά, όμως, από πολλάς δεήσεις που έκαμα εις τον Θεόν και τους αγίους, με ωραμάτισεν ο Απόστολος Ανδρέας να υπάγω στην Κύπρο όπου είναι η Εκκλησία του για να προσκυνήσω. Τότε, Θεού οικονομία και του Αγίου ενεργεία, ο δερβίσης εγύριζε κι αυτός να βρη τους γονείς του. Λέγει, λοιπόν, προς αυτήν:
– Άκουσε γρηά, να σου ειπώ κάτι γι’ αυτά που ζητάς vα μάθης. Πες μου, ο σύζυγος σου ζη ακόμη και πώς ονομάζεται; Η γρηά του λέγει:
–Έχει καιρόν που απέθανεν ο άνδρας μου και ωνομάζετο Δημήτριος.
–Έχεις και άλλον υιόν;
– Μάλιστα.
– Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι;
– Μαρία, του λέγει εκείνη.
– Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε;
– Παντελής, του λέγει η γρηά.
Ο δερβίσης όταν άκουσε το όνομα του πατέρα του, της μητέρας του, του αδελφού του, το δικό του, συνεκινήθη πολύ, αλλά εβάσταξε ακόμη την τελευταίαν και σπουδαιοτέραν απόδειξιν, που είχε για τον εαυτό του, δηλαδή το σημάδι που είχεν εκ γενετής πάνω του, μία εληά κάτω από το μάγουλο.
– Γρηά, θα σε ερωτήσω ακόμη κάτι. Ενθυμείσαι αν ο υιός σου είχε κανένα σημάδι πάνω του; Τότε η γρηά συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι κάτι ήξευρεν ο δερβίσης για το γιο της και του λέγει: – Μάλιστα, είχε μίαν εληά κάτω από το μάγουλο.
Ο δερβίσης με τρεμάμενο χέρι σηκώνει το μεγάλο του γένι, το υψώνει και παρουσιάζεται η εληά, στο ίδιο σημείο που την είχεν ο υιός της ο Παντελής.
Η γρηά βλέποντας την ελιποθύμησε, έπεσε κάτω. Αμέσως ο δερβίσης και οι άλλοι επιβάται έχυσαν νερό στη γρηά και την συνέφεραν. Τότε αναστέναξε βαθειά και φώναξε άγρια:
– Αχ Θεέ μου και Απόστολε Ανδρέα, αυτός είναι ο χαμένος γιος μου που τον ζητώ είκοσι χρόνια.
Τότε ενηγκαλίσθη τη γρηά μητέρα του και εφιλήθηκαν επί ένα λεπτόν, συνοδευόμενοι από δάκρυα χαράς και συγκινήσεως. Πόση χαρά δοκίμασαν, που εκφράστηκε σαν δοξολογία προς το Θεό και τον Άγιον. Μετά την βάπτισιν του Παντελή επήγαν και οι τρεις εις την εκκλησίαν του Απ. Ανδρέου, τον οποίον και προσκύνησαν με δάκρυα χαράς, μετανοίας και συγκινήσεως.
Όλη δε η Κύπρος εχάρη διά το θαύμα του Απ. Ανδρέου».