Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Δερβένι, η αιμομιξία και μια στυγερή δολοφονία
Ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα, που συγκλόνισαν την Ελλάδα και που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη μέσω της σειράς Ανατομία ενός εγκλήματοςΔευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου 1968. Ένας απίστευτος κρότος ακούγεται από την σιδηροδρομική γραμμή στο Δερβένι. «Λένε πως έπεσε ένα τρένο στο ποτάμι», φωνάζει κάποιος από τους κατοίκους του χωριού και όλοι τρέχουν να δουν τι έχει συμβεί. Ένα από τα βαρύτερα δυστυχήματα στην ιστορία της χώρας είναι γεγονός, ενώ δύο από τους επιβάτες εκείνου του τρένου θα πρωταγωνιστήσουν σε ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα, που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Η υπόθεση μεταφέρθηκε στην μικρή οθόνη το 1991 -1992 μέσω της σειράς «Ανατομία ενός εγκλήματος» στο επεισόδιο με τίτλο «Σχέσεις αίματος».
Πενηνταδύο χρόνια συμπληρώνονται από την ημέρα που δύο αμαξοστοιχίες, ασφυκτικά γεμάτες από ψηφοφόρους, επέστρεφαν στην Αθήνα. Την προηγούμενη ημέρα, το τότε δικτατορικό καθεστώς είχε διογρανώσει «δημοψήφισμα» για την έγκριση νέου Συντάγματος της Ελλάδας. Η αμαξοστοιχία 304 αφού στάθμευσε στον σταθμό του Δερβενίου και πήρε επιβάτες, συνέχισε το δρομολόγιο της, αλλά ξαφνικά λίγα μέτρα πιο κάτω ακινητοποιήθηκε. Το δεύτερο τρένο, η «υπερταχεία», που έκανε στάσεις μόνο σε κεντρικούς σταθμούς, πέρασε το σταθμό του Δερβενίου, χωρίς να σταματήσει. Άλλωστε είχαν ξεκινήσει με 1,5 ώρα διαφορά. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 18.50, όταν ακούστηκε το μεγάλο «μπαμ», που είχε σαν αποτέλεσμα 34 νεκρούς και 125 τραυματίες.
Από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Δερβένι
Οι εφημερίδες της εποχής περιγράφουν οδυνηρές εικόνες στο σημείο του δυστυχήματος, ενώ οι πιθανοί λόγοι που έκαναν το προπορευόμενο τρένο να σταματήσει έμοιαζαν αμέτρητοι. «Σ’ ένα βαγόνι ελιποθύμησε ένας ναύτης, οπότε μια γυναίκα πανικόβλητη ετράβηξε την πέδην του σήματος κινδύνου», «Εσημειώθη αιφνιδίως λιποθυμία μιας γραίας και ένας εκ των επιβατών έσυρε την λαβήν του κινδύνου» ήταν κάποιες από τις θεωρίες των τοπικών εφημερίδων το επόμενο πρωί.
Ο 14χρονος ήρωας που έσωσε την αδελφή του
Πρωταγωνιστής στα δημοσιεύματα της εποχής ήταν ο 14χρονος τότε Γιάννης Τ., που κατάφερε να σώσει την τρίχορονη αδελφή του, ενώ η μητέρα και ο πατριός του «έφυγαν» στο δυστύχημα. Η οικογένεια επέστρεφε από το χωριό της στην Πελοπόννησο, όπου οι γονείς είχαν βρεθεί για να ψηφίσουν. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το απόγευμα, το τρένο ακινητοποιήθηκε αιφνιδίως λίγο μετά το σταθμό του Δερβενίου. Οι επιβάτες αναστατωμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. «Κάποια γυναίκα αισθάνθηκε αδιαθεσία και τράβηξε το μοχλό» ακούστηκε από το βάθος του βαγονιού, που βρισκόταν ο ο Γιάννης με την οικογένειά του.
Τις φωνές των επιβατών άρχισε να καλύπτει ένας εκκωφαντικός ήχος. Ο Γιάννης έριξε μια ματιά από το παράθυρο και στιγμιαία κοκκάλωσε. Ένα τρένο τους πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθείαν άρπαξε την τρίχρονη αδελφή του Έλενα και πήδηξαν από το βαγόνι. Τα επόμενα λεπτά τους βρήκαν με ελαφρά τραύματα από την πτώση και δίχως την μητέρα και τον πατριό του Γιάννη και πατέρα της αδελφής του, που σκοτώθηκαν μαζί με 32 ακόμη άτομα σε ένα από τα πλέον πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης θα γίνει θέμα στις εφημερίδες της εποχής για την ηρωϊκή του πράξη, αλλά μέσα από τα συντρίμμια θα ξεκινήσει μια ακόμη πιο δραματική ιστορία. Η επόμενη ημέρα βρήκε τα αδέλφια ζωντανά, αλλά χώρια. Ο πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει κάποια χρόνια νωρίτερα, με αποτέλεσμα ο 14χρονος να βρεθεί σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο Ηλείας. Η μικρή Έλενα υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και τα δύο αδέλφια τράβηξαν χωριστούς δρόμους.
Η εφηβεία του Γιάννη εξελίχθηκε δύσκολα και λίγο καιρό αργότερα αποφάσισε να φύγει από τον Πύργο και να οδεύσει προς την πρωτεύουσα για να εργασθεί. Σύντομα, βρέθηκε σε αναμορφωτήριο, αφού απέκτησε χόμπι τις μικροκλοπές. Βγαίνοντας από εκεί, εργάσθηκε ως οικοδόμος, αλλά η ροπή του προς την αφαίρεση ξένων πραγμάτων θα τον οδηγήσει και πάλι σε κλοπές, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε τεσσάρων ετών φυλάκιση.
Στο μεταξύ η μικρή Έλενα μεγάλωνε στο πλευρό των εκπαιδευτικών που την είχαν υιοθετήσει. Δέκα χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα, αποφάσισαν να της μιλήσουν για το παρελθόν της, τους βιολογικούς της γονείς και το δυστύχημα. Αυτό που σόκαρε περισσότερο την Έλενα ήταν η ύπαρξη του αδελφού της. Το μικρό κορίτσι δεν μπορούσε να διαχειριστεί όσα έμαθε και σταδιακά άρχισε να παρουσιάζει ασταθή συμπεριφορά. Εξαφανιζόταν από το σπίτι και στο μυαλό της είχε ένα μόνο στόχο. Να βρει τον αδελφό της.
Τα δύο αδέλφια βρέθηκαν. Οι πρώτες αμήχανες συναντήσεις έδωσαν τη σειρά τους στη στενή παρέα, που μετεξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, με τον νεαρό Γιάννη να αποκτά σχέση εξάρτησης από την αδελφή του. Το «μυστικό» τους δεν έμεινε για καιρό κρυφό και όταν οι γονείς της Έλενας έμαθαν τι συμβαίνει, επιχείρησαν να τους χωρίσουν με κάθε τρόπο. Στο διάστημα που ακολούθησε η Έλενα προσπάθησε πολλές φορές να «φύγει» από τον Γιάννη, όμως εκείνος κατάφερνε πάντα να την πείθει να επιστρέψει.
Η αλλαγή της χρονιάς σε συνδυασμό με τις νουθεσίες των θετών γονιών της, έκαναν την 18χρονη Έλενα στις αρχές του 1983 να πάρει την απόφασή της. Ανακοίνωσε στον Γιάννη ότι θέλει να χωρίσουν οριστικά. Στο άκουσμα της απόφασης ο 29χρονος τότε Γιάννης σοκαρίστηκε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί την ζωή του χωρίς εκείνη. Τα τηλέφωνα και οι πιέσεις οδήγησαν τα δύο αδέλφια σε ενα ραντεβού, που έμελλε να είναι μοιραίο. Τα δυο αδέλφια βρέθηκαν το μεσημέρι της 11 Φεβρουαρίου στην Ομόνοια. Η Έλενα ανέβηκε στην μηχανή του Γιάννη και κατευθύνθηκαν προς τον δασικό δρόμο που οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά Παιανίας.
Κάποιες ώρες αργότερα, ένας οικοδόμος θα δει το πτώμα μιας γυναίκας στην άκρη του δρόμου. Η πρώτη εκτίμηση της αστυνομίας ήταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή κάποιες ώρες και επρόκειτο για σεξουαλικό έγκλημα, αφού το πτώμα βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος, με το παντελόνι κατεβασμένο και το εσώρουχο σκισμένο. Οι προσπάθειες της αστυνομίας να ταυτοποιήσει τα δακτυλικά της αποτυπώματα με κάποια εκδιδόμενη γυναίκα δεν ευοδώθηκαν και η ταυτότητα της Έλενας αποκαλύφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν την αναζήτησε η οικογένειά της,
Μια εβδομάδα αργότερα, συνελήφθη ο 29χρονος ετεροθαλής αδελφός της, ο οποίος φώναζε: «Ήμουν μεθυσμένος, την στραγγάλισα για να μην την χάσω». Την είχε στραγγάλισε με το καλσόν και τη ζώνη της, ενώ έδωσε την χαριστική βολή με μια πέτρα στο κεφάλι. Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος της δεν σταμάτησε λεπτό να κατηγορεί τους θετούς γονείς της, λέγοντας πως την βασάνιζαν και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας καταδίκασε τον Γιάννη Τ. σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία της νεαρής αδελφής του αλλά και για αιμομιξία κατ’ εξακολούθηση. Σε δεύτερο βαθμό ο 36χρονος τότε Γιάννης κατάφερε να κερδίσει το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και να μειώσει την ποινή του σε 21 χρόνια κάθειρξης.
Πηγή: ethnos.gr