Χρειάστηκε μόνο 1 λέξη του Καλυβάτση: Το βίντεο των 15” του ΑΜΑΝ που πήρε 3 ώρες να γυριστεί απ’ τα γέλια
Χρειάστηκε μόλις μία λέξη…Συνήθως γινόταν κάπως έτσι: αν πήγαινες δημοτικό ή γυμνάσιο (όπως ο άγωνστος γράφων) εκείνη την εποχή, έκανες ένα μνημειώδες πασάλειμμα στα μαθήματα της αυριανής ημέρας, ένα διαγώνιο διάβασμα των αγγλικών ούτως ώστε να μείνουν στο επίπεδο “Me Tarzan, you Jane” που τα μιλούσες, καμιά γρήγορη βόλτα με τα φιλαράκια σου και μετά πίσω σπίτι για να κολλήσεις στην τηλεόραση.
Αν ήσουν στο λύκειο, πειραματιζόσουν στο πόσο γρήγορα μπορείς να μετακινήσεις τους δείκτες του ρολογιού χρησιμοποιώντας τοι αδρανές 90% του μυαλού σου, προκειμένου να χτυπήσει το κουδούνι στο φροντιστήριο και να σχολάσεις για να πας στο σπίτι και στην… τηλεόραση.
Αν ήσουν γονιός, δεν έβλεπες την ώρα για να τελειώσει η δουλειά και να γυρίσεις στον καναπέ σου- η οθόνη στο βάθος σε περίμενε.
Λογικό: την εποχή της εκτόξευσης της ιδιωτικής τηλεόρασης ερχόταν μια μέρα που μας έπιανε τρέλα κι αναρωτιόμασταν «Αν κάποτε μας πάνε όλα μια χαρά/ Κι αν κάποτε θα βάλουν ρόδες στα βουνά/ Αν κάποτε θα παίζουνε beach volley κι οι λαγοί/ Τότε θα δεις και κάποιο φίδι με γαρύφαλλο στ’ αυτί/ Αν κάποτε θα γίνουν όλ’ αυτά τα αν/ Αμάν… Αμάν… Αμάν… Αμάν/ Αν κάποτε θα γίνουν ολ’ αυτά τα αν/ Άσ’ τα να παν… ΑΜΑΝ!»
Ναι, το ΑΜΑΝ (που, πολλοί το ξεχνούν αυτό, είδαμε αρχικά στο θρυλικό MEGA για πριν μεταπηδήσει στον ΑΝΤ1 και καθιερωθεί) ήταν το δικό μας “Flying Circus” των Ελλήνων Monty Python, με την οργάνωση, τον επαγγελματισμό και το όραμα του Κανάκη να συναντά την αθεράπευτη τρέλα του Καλυβάτση, το πηγαίο χιούμορ του Σερβετά και μαζί τους ένα εκπληκτικό supporting cast να έρχεται και να δένει υπέροχα με το υπόλοιπο σύνολο.
Το ΑΜΑΝ της πρώτης του νιότης (πριν, δηλαδή, «επεκταθεί» το όνομά του με την προσθήκη του «Τα καθάρματα») υπήρξε μία από τις κορυφαίες- αν όχι η κορυφαία- σατιρικές εκπομπές όλων των εποχών στην Ελλάδα, με τα μηχανάκια της AGB να παθαίνουν παρατεταμένη παράκρουση κάθε φορά που παιζόταν στην εγχώρια TV.
Τα σκετσάκια, το «Τοπ ντεμέκ μπούρδας και κοτσάνας», τα οπτικοποιημένα ανέκδοτα, οι μικρές αγγελίες και αρκετές σταθερές στήλες ακόμα ήταν από αστείες έως ξεκαρδιστικές, όμως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τους τίτλους τέλους.
Εκεί, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, είδαμε στην ελληνική τηλεόραση τόσο εκτεταμένα backstage πλάνα, με σκηνές από τα γυρίσματα που οι πρωταγωνιστές απλά γονάτιζαν από το γέλιο, τα έκαναν μαντάρα ή επιδίδονταν σε ρεσιτάλ σαρδάμ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν με τίποτα να γυρίσουν την σκηνή τους.
Οι τίτλοι τέλους του ΑΜΑΝ ήταν η κορυφή του κωμικού παγόβουνου το οποίο καλείτο ν’ ανέβει ασθμαίνοντας ο τηλεθεατής, παλεύοντας στην πορεία να μη χάσει την ανάσα του από τα διαρκή χαχανητά.
Και μπορεί όλοι μας να θυμόμαστε διαφορετικά- μα εξίσου αστεία- κομμάτια από τους τίτλους τέλους, όμως υπάρχει ένα σκηνικό που έχει χαραχτεί στο μυαλό των απανταχού φαν της εκπομπής.
Είναι το πιο ξεκαρδιστικό; Όχι. Είναι το πιο εμπνευσμένο; Πάλι όχι. Πήγε… εξωφρενικά πίσω το γύρισμα, εξαιτίας του ότι οι πρωταγωνιστές τα είχανε παίξει; Όχι, κράτησε μόλις 15 δεύτερα.
Τότε γιατί μας έχει μείνει αξέχαστο; Πολύ απλά γιατί καταδείκνυε με τον καλύτερο τρόπο την πρωτοφανή χημεία που είχαν Κανάκης και Καλυβάτσης- κάτι που εκτόξευσε το ΑΜΑΝ στ’ αστέρια.
Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να πει ο ένας το όνομα του άλλου και το ανεξέλεγκτο κλάμα ακολουθούσε, σχεδόν μοιρολατρικά:
-«Σωτήρη;»
-«Αντώνη;»
Πηγή:menshouse.gr