Η Ζήνα Κουτσελίνη γράφει: Τα αμπαλάζ και τα “Βαφτίσια”: Ζωές που ξοδεύτηκαν σε αναπάντητα γιατί…
Είχα πολύ θυμό, μέχρι που... Αυτό το «μέχρι που…» ακόμη και τώρα που το γράφω καίγονται τα σωθικά μου. Πονάω.Πώς μπόρεσα να θυμώσω τόσο. Πώς δεν ένιωσα τους δικούς του θυμούς, όταν έπινε από το πρωί και δεν τον ένοιαζε η ζωή του. Πώς δεν του είπα ότι τον καταλάβαινα. Γιατί, μπαμπά, μας πόνεσες τόσο, γιατί έκανες τόσο κακό στον εαυτό σου; Ήσουν ο καλύτερος…
Κατάφερες να κάνεις μια ολόκληρη «αυτοκρατορία» με καταστήματα στη Σκόπελο και τον Βόλο, με μια ραπτομηχανή και μια βαλίτσα. Μπήκατε στο καράβι με τη μαμά, και τον Αλέκο μικρό, μιας και είχαμε δώδεκα χρόνια διαφορά, και κατέκτησες το εμπόριο, αλλά ράγισες τη ζωή σου. Φύγατε από τον Βόλο που ήδη είχες το καλύτερο ραφείο, και άλλαξες τον κόσμο σου και τις μέρες σας!
Γιατί δεν μπορέσαμε να σε βοηθήσουμε; Γιατί δεν αντιστάθηκες στην πρόσκαιρη χαρά τού αλκοόλ; Πώς σε κυρίευσε εσένα, τον έξυπνο έμπορα; Μήπως ήσουν εμποράκος στην ψυχή;
Αχ, μπαμπά μου… Πόσα διαφορετικά λόγια θα μπορούσα να σου πω σήμερα…
Πήγα στην κηδεία του θυμωμένη.
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ