Η αληθινή ιστορία πίσω από το ντοκιμαντέρ του Netflix : «Sophie: A Murder In West Cork»
Μία στυγνή δολοφονία που έλαβε χώρα πριν από 25 χρόνια στην Ιρλανδία ζωντανεύει μέσα από δύο ντοκιμαντέρ του Netflix. Ο φονιάς ωστόσο μοιάζει ακόμη να κρύβεται στο σκοτάδιΛίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1996, κοντά στη μικρή πόλη Τούρμορ του Κορκ της Ιρλανδίας βρέθηκε δολοφονημένη η Σοφί Τοσκάν Ντι Πλαντιέ, μια 39χρονη παραγωγός της Γαλλικής τηλεόρασης. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, δεν έχει ακόμη αποδοθεί δικαιοσύνη για την βάναυση δολοφονία της. Η αναζήτηση του δολοφόνου της έχει περάσει από σαράντα κύματα με τον κύριο ύποπτο, τον ΄Ιαν Μπέιλι – ο οποίος αρνείται μέχρι σήμερα όλες τις κατηγορίες – να έχει καταδικαστεί ερήμην για ανθρωποκτονία από Δικαστήριο του Παρισιού σε ποινή κάθειρξης 25 ετών, την οποία μέχρι τώρα έχει αποφύγει να εκτίσει καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας έκρινε ότι δεν μπορεί να εκδοθεί στη Γαλλία.
Η δολοφονία της Ντι Πλαντιέ εξετάζεται σήμερα και πάλι από δύο ντοκιμαντέρ: του Netflix, «Sophie: A Murder In West Cork» και «Murder at the Cottage» του διάσημου βραβευμένου Ιρλανδού σκηνοθέτη ΤζιμΣέρινταν (μεταξύ άλλων σκηνοθέτησε τις εμβληματικές ταινίες «Το αριστερό μου πόδι» και «Εις το όνομα του πατρός») με τον Ίαν Μπέιλι – που τεχνικά είναι ακόμα φυγάς – να μιλά σε ένα από αυτά. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, η οικογένεια της Ντι Πλαντιέ αναζητά ακόμη απαντήσεις. Υπήρξε δικαστική πλάνη, κακή διαχείριση της υπόθεσης από την Αστυνομία ή ο δολοφόνος κατάφερε απλώς να ξεφύγει;
Ποια ήταν η Σοφί Τοσκάν Ντι Πλαντιέ;
Ωστόσο, το άψυχο σώμα της βρέθηκε από μια γειτόνισσά της, τη Σίρλεϊ Φόστερ , το πρωί της 23ης Δεκεμβρίου. Φορούσε πιτζάμες και μπότες και είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου με ένα κομμάτι σχιστόλιθου που βρέθηκε καταματωμένο εκεί κοντά. Ο ιατροδικαστής δεν μπόρεσε να παραστεί στη σκηνή της δολοφονίας για 28 ώρες και το σώμα της έμεινε έξω στην ύπαιθρο για όλο αυτό το διάστημα. Όταν έφτασε τελικά και εξέτασε το πτώμα, βρήκε τόσα πολλά και βαριά τραύματα στο κεφάλι, που ένας γείτονάς της δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει.
Η Γκάρνταϊ – η Ιρλανδική Αστυνομία – κατηγορείται έκτοτε για «κακή διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων» ενώ φέρεται να «εκβιάζει και να εκφοβίζει μάρτυρες». Ωστόσο, μια έκθεση κατέληξε αργότερα στο συμπέρασμα ότι ενώ υπήρχε έλλειψη σωστής διαχείρισης στην αστυνομική έρευνα, δεν υπήρχε «ένδειξη διαφθοράς σε υψηλό επίπεδο».
Οι Γκάρνταϊ – η Ιρλανδική Αστυνομία – έκτοτε κατηγορείται για «κακή διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων» και φέρεται να «εκβιάζει και να εκφοβίζει μάρτυρες». Ο κύριος ύποπτος
Ο κύριος ύποπτος βρέθηκε γρήγορα και ονομαζόταν ΄Ιαν Μπέιλι. Με καταγωγή από το Μάντσεστερ της Μεγάλης Βρετανίας, είχε εργασθεί ως δημοσιογράφος σε διάφορα ΜΜΕ, ως εργάτης σε ιχθυοκαλλιέργειες και για κάποιο διάστημα διατηρούσε πάγκο στην αγορά του Σαλ, όπου πουλούσε πίτσες και …ποιήματα.
Μετακόμισε στην Ιρλανδία το 1991 και ήταν γνωστός στην τοπική αστυνομία για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της συντρόφου του, η οποία είχε χρειαστεί να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο. Καταδικάστηκε για την επίθεση το 2001.
Ο Μπέιλι αρνήθηκε πως γνώριζε την Ντι Πλαντιέ – παρόλο που αρκετοί μάρτυρες το έχουν αντικρούσει – και το βασικό ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του ήταν το γεγονός ότι την ημέρα που ανακαλύφθηκε το πτώμα της Σοφί, εκείνος γνώριζε πως το θύμα ήταν μια Γαλλίδα προτού αυτό ανακοινωθεί επίσημα από την Αστυνομία.
Λίγο μετά τη δολοφονία, ο Μπέιλι βρέθηκε να έχει γρατζουνιές στα χέρια του και τραύμα στο μέτωπό του, κάτι που ο ίδιος απέδωσε στην προσπάθειά του να κόψει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στις 22 Δεκεμβρίου. Αλλά οι ερευνητές της Αστυνομίας όταν προσπάθησαν να αναπαραστήσουν τους τραυματισμούς αυτούς, όπως τους είχε περιγράψει ο Μπέιλι, απέτυχαν. ΄Ηταναδύνατον να έχει τραυματιστεί με τον τρόπο που αυτός ισχυριζόταν. Υπήρχαν επίσης μάρτυρες που κατέθεσαν πως ο Μπέιλι στις 22 Δεκεμβρίου δεν είχε αυτούς ή άλλους εμφανείς τραυματισμούς.
Ο Μπέιλι και η σύντροφός του Τζουλς Τόμας έδωσαν αντιφατικές καταθέσεις σχετικά με το πού βρίσκονταν τη νύχτα της δολοφονίας. Στις αρχικές καταθέσεις τουςστην Αστυνομία και οι δύο ισχυρίστηκαν ότι ο Μπέιλιήταν στο κρεβάτι όλη τη νύχτα. Στη συνέχεια, η Τόμας ανασκεύασε την κατάθεσή της λέγοντας πως ο Μπέιλιείχε σηκωθεί από το κρεβάτι περίπου μία ώρα αφού έπεσαν για ύπνο στις 10μμ και επέστρεψε στις 9πμ της επομένης με ένα τραύμα στο μέτωπό του. Ο Μπέιλι τότε άλλαξε την ιστορία του λέγοντας ότι σηκώθηκε στις 4 π.μ., έγραψε ένα άρθρο για περίπου 30 λεπτά και επέστρεψε στο κρεβάτι.
Ενώ ήταν υπό έρευνα, ο πρώην δημοσιογράφος άρχισε να δημοσιεύει άρθρα, στα οποία ισχυριζόταν ότι η Ντι Πλαντιέ είχε «πολλούς ερωτικούς συντρόφους» επιχειρώντας να μεταφέρει το επίκεντρο της έρευνας μακριά από το Κορκ, στη Γαλλία. Ένας μάρτυρας στην υπόθεση, η 14 χρονη μαθήτρια Μάλαχι Ρέιντ, κατέθεσε ότι ο Μπέιλι της είπε σε μια βόλτα με το αυτοκίνητο ότι «πήγε εκεί και της διέλυσε το κρανίο, σκορπίζοντας τα μυαλά της». Το 1998, ενώ τα έπινε στο σπίτι με ένα άλλο ζευγάρι μετά από μια βραδινή έξοδο, ο Μπέιλι άρχισε να μιλάει για τη δολοφονία λέγοντας τους, «Το έκανα, το έκανα –Ξέφυγε το μυαλό μου».
Ωστόσο, παρόλο που συνελήφθη δύο φορές από την Αστυνομία, δεν ασκήθηκαν κατηγορίες εναντίον του, καθώς δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να προσαχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο Μπέιλιστράφηκε δικαστικά εναντίον έξι εφημερίδων το 2003 για συκοφαντική δυσφήμιση και κατά της Ιρλανδικής Αστυνομίας, του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Γενικού Εισαγγελέα το 2015 για παράνομη σύλληψη και κράτηση, αλλά οι υποθέσεις απορρίφθηκαν από τα Δικαστήρια. Μετά την αποτυχημένη υπόθεση δυσφήμισης, ο δικαστής δήλωσε ότι «Ο κ. Μπέιλι είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει η φήμη, του αρέσει ίσως να βρίσκεται στο προσκήνιο, του αρέσει να αυτοπροβάλλεται».
Κατηγορία για ανθρωποκτονία στη Γαλλία
Εάν ένας Γάλλος πολίτης δολοφονηθεί εκτός Γαλλίας, ισχύει η διεθνής δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία. Το 2010 – με πρωτοβουλία της οικογένειας της Ντε Πλαντιέ – εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τον Μπέιλι και το Ιρλανδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση έκδοσής του στη Γαλλία. Ωστόσο, ο Μπέιλι άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας, η οποία έγινε δεκτή. Η έκδοσή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε πραγματική πρόθεση από τις γαλλικές αρχές να τον δικάσουν, σε εκείνο το χρονικό σημείο, όπως απαιτείται από τον Ευρωπαϊκό Νόμο περί Συλλήψεων του 2003. Επίσης, υπήρχε το ζήτημα της αμοιβαιότητας – επειδή το αδίκημα διαπράχθηκε έξω από τη Γαλλική επικράτεια, η ιρλανδική νομοθεσία δεν επιτρέπει δίωξη για το ίδιο αδίκημα από μη Ιρλανδό πολίτη και ο Μπέλι είναι Βρετανός.
Εκείνη την εποχή, ο Μπέιλι είπε στον Τύπο: «Δεν μπορείτε να πιστέψετε την κόλαση που έχουμε περάσει με αυτή τη φοβερή κατάσταση». Ωστόσο, το 2017, ο συνελήφθη στην Ιρλανδία με άλλο ευρωπαϊκό ένταλμα που εκδόθηκε από τις Γαλλικές αρχές, με το οποίο θα εκδιδόταν στη Γαλλία για να δικασθεί για τη δολοφονία της Ντι Πλαντιέ. Κατάφερε να αποφύγει την έκδοση για άλλη μια φορά (απορρίφθηκε ως «κατάχρηση διαδικασίας»), έτσι το Γαλλικό δικαστήριο τον δίκασε ερήμην και καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση στις 31 Μαΐου 2019 – η ποινή είναι 25 χρόνια κάθειρξη. Μια έκθεση ψυχιάτρου που εκπονήθηκε για τη δίκη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε μια «προσωπικότητα βασισμένη στον ναρκισσισμό, τις εμμονές, τη βία, την παρορμητικότητα, τον εγωκεντρισμό, με δυσανεξία στην απογοήτευση και μεγάλη ανάγκη αναγνώρισης. Κάτω από τις απελευθερωτικές συνέπειες του αλκοόλ, είχε την τάση να γίνεται βίαιος».
Μόλις πέρυσι, το 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας αποφάσισε για άλλη μια φορά ότι ο Μπέιλιδεν μπορεί να εκδοθεί στη Γαλλία και παραμένει στο Κορκ, ένας καταδικασμένος φυγάς που ορκίζεται ότι τον έχουν παγιδέψει ως δράστη της δολοφονίας της Ντι Πλαντιέ.
Τι λέει ο Μπέιλι για την υπόθεση τώρα;
«Είναι τόσο πολύ λυπηρό… Η όλη ιστορία είναι μια τραγωδία. Δεν είχα καμία σχέση με αυτό, το έχω πει χίλιες φορές», δήλωσε στο πρόγραμμα The Last Word του TodayFM ενώ σχετικά με το ντοκιμαντέρ του Netflix, ο Μπέιλι είπε στους The Irish Times: «Είναι μια προκατειλημμένη, επιζήμια για μένα, δηλητηριώδης προπαγάνδα … Βασίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα ψεύτικο αφήγημα, το ίδιο που χρησιμοποιήθηκε για να καταδικασθώ ερήμην στη Γαλλία, συνδέοντας το πρόσωπό μου με ένα έγκλημα, με το οποίο δεν είχα την παραμικρή σχέση και σίγουρα θα με δαιμονοποιήσει».
Στο «Murder at the Cottage», ο σκηνοθέτης ΤζιμΣέρινταν εντοπίζει τον Μπέιλι και του παίρνει συνέντευξη. Λέει στον Σέρινταν ότι υπήρχε μια «τεράστια αστυνομική σκευωρία» εναντίον του: «Το όλο θέμα είναι ένα μάτσο μαλ@ίες. Όχι, δεν είμαι διεστραμμένος, όχι, δεν είμαι δολοφόνος. Ίσως να είμαι λίγο εκκεντρικός. Αν αυτό είναι έγκλημα, τότε όλοι πρέπει να προσέχουν». Στα παραπάνω λόγια και στο ίδιο ντοκιμαντέρ απαντά ο γιος της Ντι Πλαντιέ, Πιερ Λουί, λέγοντας: «Είναι σαφές ότι τη σκότωσε. Ο δικαστής το είπε. Τι συμβαίνει μετά; Δεν γνωρίζω. Αν ο Μπέιλισυνεχίσει να ξεγλιστρά από την τιμωρία του, σας διαβεβαιώνω ότι θα σιγουρευτώ πως θα έρθει η ώρα που θα τιμωρηθεί…»
Πηγή: protothema.gr