Το διαζύγιο και η δολοφονία που δίχασε την Αμερική: Η αληθινή ιστορία έρχεται στο Netflix
H πλούσια ζωντοχήρα Μπέτι Μπρόντερικ δολοφόνησε τον μεγαλοδικηγόρο, πρώην σύζυγό της, Ντάνιελ Τ. Μπρόντερικ και τη δεύτερη σύζυγό του Λίντα, για να μη χάσει την επιμέλεια των δύο ανήλικων από τα τέσσερα παιδιά τους – Ο πολυαναμενόμενος δεύτερος κύκλος της σειράς «Βρώμικος Τζον: Η ιστορία της Μπέτι Μπρόντερικ» κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 14 Αυγούστου […]H πλούσια ζωντοχήρα Μπέτι Μπρόντερικ δολοφόνησε τον μεγαλοδικηγόρο, πρώην σύζυγό της, Ντάνιελ Τ. Μπρόντερικ και τη δεύτερη σύζυγό του Λίντα, για να μη χάσει την επιμέλεια των δύο ανήλικων από τα τέσσερα παιδιά τους – Ο πολυαναμενόμενος δεύτερος κύκλος της σειράς «Βρώμικος Τζον: Η ιστορία της Μπέτι Μπρόντερικ» κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 14 Αυγούστου
«Η πλούσια ζωντοχήρα προτίμησε να σκοτώσει τον πρώην άντρα της παρά να χάσει τα παιδιά της… Εσείς με ποιανού το μέρος είστε;»
Αυτή ήταν η ερώτηση που έκανε το γύρο της Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν η κόντρα μεταξύ των δύο πρώην συζύγων ξέφυγε από κάθε έλεγχο, καταλήγοντας σε διπλό φονικό.
Η ιστορία της Μπέτυ και του μεγαλοδικηγόρου συζύγου της Ντάνιελ Μπρόντερικ είναι το νέο πολλά υποσχόμενο δράμα του Netflix «Βρώμικος Τζον: Η ιστορία της Μπέτι» που αναμένεται να κάνει ό,τι και η πραγματική ιστορία: να διχάσει το κοινό με το αν η Μπέτι έκανε καλά ή άσχημα που σκότωσε τελικά τον πρώην της και τη νυν σύζυγό του, αφού η ζωή της είχε ήδη καταστραφεί εξαιτίας του.
Το χειρότερο διαζύγιο στην ιστορία της Καλιφόρνια
Ένα Σάββατο του Νοεμβρίου του 1989, η Μπέτι Μπρόντερικ πήγε για ψώνια.
Η 41χρονη χωρισμένη μητέρα τεσσάρων παιδιών αγόρασε κρέας και ξιφία και γέμισε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της με διάφορα τρόφιμα κόστους 400 δολαρίων –ποσό που ξεπερνούσε κατά πολύ το βδομαδιάτικο μισθό του μέσου Αμερικανού. Για τη Μπέτυ τα λεφτά δεν ήταν θέμα. Η διατροφή που έπαιρνε από τον πρώην σύζυγό της και ‘’μεγαλοκαρχαρία’’ δικηγόρο του Σαν Ντιέγκο Ντάνιελ Τ. Μπρόντερικ ύψους 200.000 δολαρίων το χρόνο, της εξασφάλιζε έναν πλουσιοπάροχο τρόπο ζωής. Αυτό ήταν και το μόνο ευχάριστο στη μεταξύ τους σχέση.
Διότι κατά τα άλλα, η Μπέτυ και ο Ντάνιελ βρίσκονταν σε έναν αδιάκοπο και σκληρό δικαστικό αγώνα, με αντικείμενο την επιμέλεια των δύο μικρότερων παιδιών τους, με συνεχείς ανταλλαγές βρισιών και βίαιων ξεσπασμάτων- τόσο εκτός ελέγχου- ώστε το διαζύγιό τους έγινε γνωστό ως «το χειρότερο διαζύγιο στην ιστορία της Καλιφόρνια».
Εκείνο το Σάββατο της 4ης Νοεμβρίου ήταν επίσης η τελευταία κανονική μέρα στη ζωή της Μπέτυ Μπρόντερικ και η τελευταία που βγήκε για ψώνια. Για τον Ντάνιελ ήταν η τελευταία στη ζωή του. Σκέτο.
Το ίδιο βράδυ, η Μπέτυ ήταν αδύνατο να κοιμηθεί.
Ο θυμός μαζί και ο φόβος για την κατάληξη της λυσσαλέας δικαστικής τους διαμάχης, την είχαν βγάλει εκτός εαυτού. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε ένα 38άρι ρεβόλβερ, το γέμισε με πέντε σφαίρες και οδήγησε μέχρι το σπίτι του πρώην άνδρα της. Είχε καταφέρει να έχει το κλειδί της εξώπορτας στο νέο σπίτι όπου ο πρώην της ζούσε με τη νυν σύζυγό του, τη Λίντα –ισχυρίστηκε ότι η καθαρίστρια είχε βρει ένα μπρελόκ με κλειδιά που προφανώς είχε πέσει από τη μία από τις δύο κόρες της. Μπήκε στο σπίτι και ανέβηκε στις σκάλες.
Η κρεβατοκάμαρά τους ήταν σκοτεινή, οι κουρτίνες τραβηγμένες, ακούγονταν μόνο οι ανάσες τους. Με μια αστραπιαία κίνηση, πυροβόλησε πέντε φορές. «Ήταν μια στιγμή απόλυτου πανικού. Ούτε καν στάθηκα να στοχεύσω κάπου. Αστραπιαία, χωρίς κανένα δισταγμό» είπε η ίδια αργότερα. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, άκουσε απλά τον πρώην σύζυγό της να πέφτει από το κρεβάτι και βογκώντας να λέει: «Οκέι, οκέι, με πέτυχες».
Η Μπέτι τράβηξε αμέσως το καλώδιο του τηλεφώνου από τον τοίχο, ώστε να μην μπορούν να καλέσουν για βοήθεια και το
έβαλε στα πόδια. Η αστυνομία βρήκε τον Ντάνιελ νεκρό.
Η μία σφαίρα τον είχε βρει στο στήθος, τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει με αίμα που τον έπνιξε. Βρέθηκαν δύο ακόμα σφαίρες, η μία καρφωμένη στον τοίχο και η άλλη στην άκρη του κρεβατιού. Η τέταρτη και η πέμπτη σφαίρα χτύπησαν την Λίντα. Η μία τη βρήκε στο στήθος της και η άλλη διαπέρασε τον λαιμό της και σφηνώθηκε στον εγκέφαλο. Πέθανε ακαριαία.
Το χρυσό ζευγάρι που βουτήχτηκε στο μίσος και το αίμα
Αυτή, λοιπόν, η εξωφρενική ιστορία της διαλυμένης οικογένειας γυρίστηκε σε σειρά 8 επεισοδίων για λογαριασμό του Netflix, με πρωταγωνιστές τον Κρίστιαν Σλέιτερ και την Αμάντα Πιτ στους ρόλους των δύο πρώην συζύγων και τη Ρέιτσελ Κέλερ στον ρόλο της δεύτερης συζύγου, της Λίντα.
Στην Ελλάδα η σειρά θα προβληθεί στις 14 Αυγούστου με τίτλο «Βρώμικος Τζον: Η ιστορία της Μπέτι Μπρόντερικ», τον δεύτερο δηλαδή κύκλο της σειράς «Βρώμικος Τζον» με επίκεντρο πραγματικές δραματικές ιστορίες.
Στον πρώτο κύκλο, πρωταγωνιστούσε ο Έρικ Μπάνα στον ρόλο ενός παθολογικού ψεύτη και απόλυτα χειριστικού συζύγου που ήθελε να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια στη ζωή της γυναίκας του, ακόμα και τη σχέση της με τα παιδιά της.
Ο δεύτερος κύκλος είναι ακόμα πιο πολύπλοκος και υπόσχεται να διχάσει το κοινό όπως η πραγματική ιστορία δίχασε όλη την Αμερική για το ποιος τελικά ήταν ο κακός της υπόθεσης σε αυτό τον διαλυμένο γάμο.
Στο τέλος της δίκης, από τη μία ήταν το στρατόπεδο των υποστηρικτών της Μπέτι που πίστευαν ότι εκείνη ήταν το πραγματικό θύμα αφού για χρόνια υπέφερε από τον ασφυκτικό έλεγχο που της ασκούσε ο άντρας της, ζώντας με την απειλή να της πάρει ακόμα και τα παιδιά της, οδηγώντας την τελικά σε ένα έγκλημα πάθους.
Και από την άλλη, ήταν το στρατόπεδο με τους υποστηρικτές του Ντάνιελ που θεωρούσαν την Μπέτυ ανισσόροπη και δολοφόνο που σκότωσε τον πρώην σύζυγό της και τη νυν γυναίκα του εν ψυχρώ.
Μια μέρα πριν εκείνο το μοιραίο Σάββατο, είχαν επιδοθεί στην Μπέτυ δικαστική εντολή με αποστολέα τον Ντάνιελ που τη διέταζε να μείνουν μαζί του τα δύο από τα τέσσερα μικρότερα παιδιά τους, ο Ντάνι 14 χρόνων και ο Ρετ, 11 χρόνων.
Η Μπέτι ήδη ένιωθε ότι ο Ντάνιελ είχε καταφέρει να στρέψει εναντίον της τις δύο μεγαλύτερες κόρες της, την 20χρονη Κιμ και την 18χρονη Λι και το να χάσει και τα δύο μικρότερα αγόρια της, ήταν κάτι που δεν το άντεχε.
Ήξερε επίσης ότι ήταν δύσκολο να αναμετρηθεί δικαστικά με τον Ντάνιελ που είχε την φήμη ενός σκληροπυρηνικού δικηγόρου, επιθετικού, πανούργου και πανέξυπνου, που έβγαζε πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο, μηνύοντας ιατρικές εταιρείες και γιατρούς, αποσπώντας αποζημιώσεις για ιατρικά λάθη.
Ο πρώην της ήταν αδίστακτος και ανελέητος. Την πίεζε ασφυκτικά με εξωφρενικά κόστη που την είχαν στείλει για 3 μέρες φυλακή μετά από μία ακόμα άγρια διαφωνία τους. Δεν μπορούσε να τον κερδίσει, δεν άντεχε όμως και να χάσει. Το τίμημα με τα παιδιά της ήταν πολύ βαρύ για να το σηκώσει.
Όσο συμπεριφερόταν όπως ήθελε εκείνος, κατάφερνε να εξασφαλίζει μηνιαία διατροφή ύψους 16.000 δολαρίων τον μήνα –ποσό αρκούντως ικανοποιητικό για τα δεδομένα της εποχής.
Μία από τις προϋποθέσεις που της επέβαλε ήταν να σταματήσει να αφήνει σε εκείνον και στη νυν γυναίκα του υβριστικά μηνύματα στο τηλέφωνο. Κατάφερναν όμως να την βγάζουν εκτός εαυτού αφού κάθε φορά που καλούσε η Μπέτι, όταν ήθελε να συνεννοηθούν για θέματα που αφορούσαν τα παιδιά, δεν της σήκωναν ποτέ το τηλέφωνο.
Και τότε άρχιζε τον εξάψαλμο με τα μηνύματα.
Μετά το τελευταίο της ξέσπασμα, ο Ντάνιελ την κατήγγειλε για προσβολή δικαστηρίου και για παράβλεψη δικαστικής απόφασης, κάτι που μπορεί να της στερούσε όλη τη διατροφή που έπαιρνε, είτε ακόμα και να την έστελνε πάλι στην φυλακή. Τα πράγματα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Μαζί με τον άντρα της έπρεπε τώρα να αποχαιρετήσει και την πλουσιοπάροχη ζωή που κάποτε απολάμβανε.
Οι Μπρόντερικς ήταν ένα από τα χρυσά ζευγάρια των νομικών κύκλων του Σαν Ντιέγκο
Γνωρίστηκαν το 1965 σε ένα πάρτι, όταν εκείνη σπούδαζε Αγγλικά σε ένα καθολικό κολέγιο του Μπρονξ κι εκείνος ήταν ένας φοιτητής Ιατρικής με στρογγυλά γυαλιά ταρταρούγα και φαβορίτες, ο κλασικός σπασίκλας.
Έβγαιναν για τέσσερα χρόνια πριν παντρευτούν.
Εκείνη ήταν 21, εκείνος 24 και ήξεραν ήδη τι ήθελαν στη ζωή τους: παιδιά και λεφτά.
Η Μπέτι έμεινε έγκυος μέσα σε λίγους μήνες μετά τον γάμο τους και ο Ντάνιελ στράφηκε στις νομικές σπουδές, με σκοπό να χρησιμοποιεί τις ιατρικές γνώσεις του για να μηνύει γιατρούς, νοσοκομεία και φαρμακευτικές εταιρείες για τυχόν λάθη και παραβλέψεις τους. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη καριέρα.
Όσο όμως άνθιζε η καριέρα του Ντάνιελ, τόσο μαράζωνε η ζωή της Μπέτι που βρέθηκε εγκλωβισμένη στο σπίτι να μεγαλώνει παιδιά και χωρίς φίλους στην ηλικία της.
Ο άντρας της την έλεγχε και την τρομοκρατούσε για τα πάντα και η μόνη της διέξοδος ήταν να γράψει τα απομνημονεύματά της, την ιστορία του γάμου της. Θα της έδινε το τίτλο «Τι πρέπει να κάνει ένα καλό κορίτσι; Η ιστορία μιας καθώς πρέπει ενδοοικογενειακής βίας στην Αμερική». Δεν το δημοσίευσε ποτέ.
Το βανδαλισμένο σπίτι και ο γαμπρός με το αλεξίσφαιρο
Όταν πια γεννήθηκε και το τέταρτο παιδί τους, ο γάμος τους είχε ήδη γίνει σμπαράλια. Η πικρία της Μπέτυ είχε γιγαντωθεί, δεν φοβόταν πια τον Ντάνιελ. Άρχισε κι εκείνη να ξεσπά με βία εναντίον του.
Η μεγάλη τους κόρη, Κιμ, κατέθεσε ότι ο πατέρας της όταν γυρνούσε το βράδυ, έβρισκε συχνά την πόρτα του σπιτιού κλειδωμένη. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ να του εκσφενδονίζει αντικείμενα που έμενε συνεχώς σκυμμένος μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν τον πέτυχαν.
Μια φορά η Μπέτι του πέταξε στο κεφάλι ένα ολόκληρο στερεοφωνικό.
Κανείς από τους δύο, όμως δεν ήθελε διαζύγιο. Ήθελαν να είναι κοντά στα παιδιά τους και το υψηλό εισόδημα του Ντάνιελ εξασφάλιζε μία πολυτελή διαβίωση. Είχαν σπίτι στο Κολοράντο όπου πήγαιναν για σκι, είχαν σκάφος και πολλά αυτοκίνητα. Ήταν μέλη στα περισσότερα κλειστά clubs του Σαν Ντιέγκο, όλα τα παιδιά πήγαιναν σε πανάκριβα ιδιωτικά σχολεία.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Ντάνιελ έκλεισε τα 38. Προφανώς πέρναγε κάτι σαν κρίση ηλικίας, δείχνοντας να θέλει να ζήσει τη ζωή του –αλλά μόνος. Άλλαξε την Τζάγκουαρ με μία κόκκινη σπορ Κορβέτ και προσέλαβε μία εντυπωσιακή γραμματέα. Η Λίντα Κολκένα ήταν πρώην αεροσυνοδός από το Σολτ Λέικ Σίτι που εκπαιδευόταν ως βοηθός δικηγόρου.
Η Μπέτι αμέσως κατάλαβε την επίδραση που ασκούσε στον άντρα της, αλλά δεν πίστευε ότι η σχέση τους θα είχε διάρκεια.
«Είμαι πιο όμορφη, πιο έξυπνη και πιο κλασάτη», έγραφε τότε. «Εκείνη είναι ένα αμόρφωτο τσουλί, χωρίς καμία βάση, χωρίς κανένα ταλέντο. Σίγουρα θα τη στείλει». Ο Ντάνιελ, όμως δεν την έστειλε και η Μπέτυ γινόταν όλο και πιο έξαλλη.
Όταν ανακάλυψε ότι ο Ντάνιελ και η βοηθός του γιόρτασαν μαζί τα 39α γενέθλιά του κάπου εκτός γραφείου, άδειασε στον κήπο όλη του την γκαρνταρόμπα με τα επώνυμα πανάκριβα κοστούμια του και τους έβαλε φωτιά. Ο γάμος τους κύλησε για έναν ακόμα χρόνο περίπου.
Η Μπέτι πίστευε ότι προσπαθούσαν να τα βρουν –αργότερα συνειδητοποίησε ότι ο άντρας της απλά κέρδιζε χρόνο, ενώ τακτοποιούσε οικονομικές εκκρεμότητες ώστε όλες τους οι αποταμιεύσεις και το σπίτι τους να μείνει υπό τον έλεγχό του.
Το 1984, μόλις έκλεισε τα 40ά του γενέθλια, της έστειλε χαρτί διαζυγίου. Η Μπέτι έγινε ηφαίστειο. Αφού δεν μπορούσε πια να μείνει στο σπίτι τους, θα το βανδάλιζε με κάθε τρόπο. Έβαψε με σπρέι τις κουρτίνες, τους τοίχους και το τζάκι, πήρε ένα γλυκό με κρέμα από το ψυγείο και πασάλειψε τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας, πέταξε μπουκάλια με κρασί σε όλα τα παράθυρα.
Όταν ο Ντάνιελ μετακόμισε σε καινούριο σπίτι, η Μπέτι όρμησε με τη Σεβρολέτ της, γκρεμίζοντας την εξώπορτα και άρπαξε ένα χασαπομάχαιρο που είχε κάτω από το κάθισμα, εκτοξεύοντας απειλές. Την συνέλαβαν και την έκλεισαν για τρεις μέρες σε νευρολογική κλινική.
Από την μεριά του ο Ντάνιελ, εκμεταλλεύτηκε δεόντως όλα τα βίαια ξεσπάσματά της.
Όταν βγήκε το διαζύγιο, κέρδισε την επιμέλεια και των τεσσάρων παιδιών. Η Μπέτυ απαγορευόταν να τα δει. Είχε ακόμα βέβαια τη διόλου ευκαταφρόνητη διατροφή, αλλά ο Ντάνιελ δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό ή τύψη να το χρησιμοποιεί για να την ελέγχει.
Για κάθε βρισιά που του άφηνε σε μήνυμα, η Μπέτι πλήρωνε 100 δολάρια την λέξη. Εντούτοις δεν κατάφερε να της κλείσει το στόμα. Μέσα σε ένα μήνα ήταν τόσα πολλά τα πρόστιμα που μάζεψε, που έπρεπε να πληρώσει 17.300 δολάρια.
Η Λίντα και ο Ντάνιελ παντρεύτηκαν το 1989 έχοντας πάρει αυστηρά μέτρα προστασίας. Η Λίντα φοβόταν τόσο πολύ την Μπέτι που ικέτευσε τον γαμπρό να φορέσει αλεξίσφαιρο γιλέκο –σίγουρη ότι η Μπέτι θα τον πυροβολούσε μέσα στο ιερό. Ο Ντάνιελ την καθησύχαζε, της έλεγε ότι δεν την είχε ικανή να φτάσει στο έγκλημα. Κι ότι εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να τον σκοτώσει, γιατί έχει ανάγκη τα λεφτά. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε πάντα να την ελέγχει. Μέχρι που στις 5 Νοεμβρίου κατάλαβε πόσο λάθος είχε.
Στο δικαστήριο η Μπέτι δεν αρνήθηκε τους φόνους. Επικαλέστηκε το σύνδρομο της κακοποιημένης για χρόνια γυναίκας που μετά από εκτεταμένη κακομεταχείριση στη διάρκεια του γάμου της, οδηγήθηκε στην παράνοια.
Από την αντίθετη πλευρά, η κατηγορούσα αρχή την περιέγραψε ως μία εμμονική ναρκισσίστρια, που δεν είχε κανένα δικαίωμα να κρίνει τον άντρα της, πόσο μάλλον να τον σκοτώσει, ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε διατροφή 200.000 δολαρίων τον χρόνο.
Αυτές είναι οι δύο αντικρουόμενες οπτικές της υπόθεσης που πραγματεύεται και η σειρά του Netflix που είναι αδύνατον να τη δει κανείς χωρίς να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης –διχάζοντας και πολλά ζευγάρια που θα τη δουν μαζί, με το κάθε μέλος να την κρίνει απότη μεριά του.
Για την ιστορία, στο Πρωτοδικείο συνέβη ακριβώς το ίδιο. Για κάποιους ήταν φόνος και για άλλους ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Ένας μάλιστα ένορκος ακούστηκε να λέει: «Απορώ γιατί της πήρε τόσο καιρό».
Η ετυμηγορία έμεινε σε εκκρεμότητα, μέχρι η υπόθεση να εκδικαστεί στο Εφετείο το 1992. Εκεί τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Η Μπέτι καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση, αλλά ακόμα πιστεύει ότι δεν είναι δολοφόνος.
«Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα σκληρά να είμαι καλή κόρη, καλή σύζυγος, καλή γειτόνισσα. Ο άντρας μου βγάζει το πουλί του, πηδάει την γκόμενα κι εγώ τα χάνω όλα».
Πηγή: protothema.gr