Πως πέρασα το Πάσχα
Ιστορίες καραντίνας επεισόδιο 8 Δεύτερη μέρα του Πάσχα, 20 Απριλίου 2020. Σούρουπο. Πίνω χυμό λεμόνι. Έχω γυρίσει από βόλτα με τα σκυλιά. Τρέχοντας μαζί τους ανάμεσα σε μια φύση που “πάει “ να σκάσει από χρώματα ένιωσα μια αστραπή ευτυχίας. Άλλωστε τι είναι ευτυχία; Αστραπές ηδονής και πληρότητας, σε μια διαδρομή μου μοιάζει απέραντη αλλά μοιάζει τοσουδίτσικη […]Ιστορίες καραντίνας επεισόδιο 8
Δεύτερη μέρα του Πάσχα, 20 Απριλίου 2020. Σούρουπο. Πίνω χυμό λεμόνι. Έχω γυρίσει από βόλτα με τα σκυλιά. Τρέχοντας μαζί τους ανάμεσα σε μια φύση που “πάει “ να σκάσει από χρώματα ένιωσα μια αστραπή ευτυχίας. Άλλωστε τι είναι ευτυχία; Αστραπές ηδονής και πληρότητας, σε μια διαδρομή μου μοιάζει απέραντη αλλά μοιάζει τοσουδίτσικη όταν υποψιάζεσαι ότι “φτάνεις” προς το τέλος της.
Θέλω να μοιραστώ τα “διαφορετικά“ αυτού του Πάσχα την ώρα που οι “ενημερώσεις” με ειδοποιούν ότι η ορχήστρα της ΕΡΤ παίζει live έξω από τον Ευαγγελισμό.
Η Μεγάλη Παρασκευή, ήταν ηλιόλουστη. Τι παράξενο ε; Θυμάμαι σχεδόν πάντα την μέρα αυτή έβρεχε. Φέτος είχε ήλιο. Στο ξύλινο τραπέζι του κήπου έβγαλα μια παλιά εικόνα του Χριστού. Άναψα ένα καντηλάκι δίπλα και τοποθέτησα κουλούρια νηστίσιμα από την μια πλευρά και μερικά φρέσκα λεμόνια από την άλλη. Λουλούδια τοποθέτησα από τις νεραντζιές του Κήπου που είναι ολάνθιστες. Ετοίμασα το μικρό θυμιατό και έβαλα δύο σποράκια λιβάνι με άρωμα τριαντάφυλλο. Τα πουλιά ακουγόντουσαν υπερβολικά έντονα ή τουλάχιστον εμένα μου φάνηκε. Κοίταξα από μακριά την κατασκευή μου με την ικανοποίηση ότι είχα φτιάξει έναν μικροσκοπικό αυτοσχέδιο “ναό”. Πέντε λεπτά αργότερα η συγκάτοικος του πρώτου ορόφου έμπαινε από την πόρτα του κήπου με τα τρία της παιδιά και με τα ποδήλατα. Τους φώναξα όλους να κεράσω κουλούρια. Τα παιδιά μόλις είδαν την κατασκευή στον κήπο με την εικόνα του Χριστού και το καντηλάκι φώναξαν: “Νανά…έκανες έναν μικρό επιτάφιο!!! Να περάσουμε από κάτω;” Φυσικά πέρασαν, γιατί τα παιδιά είναι παιδιά. Φύγανε με την υπόσχεση να μου φέρουν τα αυγά που βάψανε με φλούδες κρεμμυδιού. Ήταν πραγματικά υπέροχα. Τοποθετήθηκαν στις ασημένιες πιατέλες της γιαγιάς μαζί με τα πασχαλινά κουλούρια και το τσουρέκι που έφτιαξε η μαμά τους και φίλη μου. Μπλέχτηκαν οι μυρωδιές από λιβάνι, μαστίχα και άνθη νεραντζιάς ενώ τα πουλιά τ’ άκουγα λιγότερο γιατί μιλούσαν και τα παιδιά πια. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου με βρήκε ξαπλωμένη να μιλάω ταυτόχρονα με φίλο στο Whats App και με την φίλη μου την Έρη στο messenger. Με την Έρη έχουμε μοιραστεί περισσότερα από είκοσι πασχαλιές στην κοινή μας ζωή. Είναι η κολλητή μου που κάθε Χριστούγεννα φέρνει πάντα μια υπέροχη γέμιση για φάμε όλοι μαζί και το Πάσχα ετοιμάζει μια υπέροχη, υπέροχη Μαγειρίτσα. Με ρωτούσε πως είναι δυνατόν να κάνουμε το πρώτο Πάσχα μακριά η μία από την άλλη με δεδομένο ότι εκείνη μένει Αγία Παρασκευή και εγώ Παπάγου. Εγώ με τον φίλο βλέπαμε την λειτουργία στην ΕΡΤ 2 και η Έρη την παρακολουθούσε από το Φανάρι.
Βλέποντας τους ιερείς με τα Χρυσά Άμφια με “γαργάλισε “ μια σκέψη. Ένα LIVE το χρόνο με μεγάλο κοινό έχουν στην διάθεσή τους και φέτος δεν προέκυψε. Όπως και να το κάνουμε υπερπαραγωγή ενδυματολογικού χωρίς κοινό μοιάζει τόσο αφόρητο για τους πρωταγωνιστές σαν να έβλεπες την Ζωζω Σαπουτζάκη να χόρευε αντί με μπικίνι ή ολόσωμο με βράκα κρητικιά.
Ακούγοντας το “Χριστός Ανέστη” στείλαμε φατσούλες με φιλιά και σηκωθήκαμε να δούμε από τα παράθυρα τα πυροτεχνήματα, ο καθένας μας από το σπίτι του. “Ωραία η Ανάσταση που κάνουμε φέτος ε;” πληκτρολογεί ο φίλος στο whats app ενώ η Έρη μ’ ενημερώνει ότι στην Αγία Παρασκευή η Ανάσταση έγινε νωρίτερα… Πήρα τον γιό μου για ευχές. Ναi, χώρια είμαστε. Εκείνος σπίτι του στο Μόναχο και εγώ στο δικό μου στην Ελλάδα. Μου είχε στείλει φωτογραφία στο messenger τα αβγά που έβαψε . Επτά ωραιότατα κόκκινα αβγά. Τσούγκρισε μόνος του. Στο κάδρο της φωτογραφίας που μου έστειλε είχε τις “πασχαλινές ιστορίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη”, την σφραγίδα του ψωμιού που χρησιμοποιούσε η γιαγιά μου η Άρτεμις για να φτιάχνει πρόσφορο, ένα σοκολοτένιο αρνάκι και φυσικά το ψωμί που είχε φτιάξει. Τόσο απόκοσμο μου φάνηκε φίλε μου! Να είναι και αδύνατο και απαγορευμένο να πάρω τον γιό μου αγκαλιά.
Και έτσι κάπως ξέφυγαν σαν “φλασιές “ μερικά Πάσχα της ζωής μου. Τα “βαρετά” ήταν πολλά. Τα οικογενειακά, τα ονομαζόμενα. Τότε που με το που “πάτησα“ στο Λύκειο ήθελα να δραπετεύσω από τις παραδόσεις που τηρούσε με ευλάβεια η Γιαγιά. Τρομερή αναγκαστική στέρηση από σουβλάκια, σοκολάτες, παγωτά, πίτσες και όλα τα υπέροχα “βρώμικα “ της ζωής μας για περισσότερες από 15 Μέρες. Μέχρι το Σάββατο που γινόταν η μικρή Ανάσταση και επέτρεπε να φάω τσουρέκι και ψωμί με μουστάρδα. Για τυρί, για αβγό ή για κρέας ούτε λόγος.
Στο αναστάσιμο τραπέζι όλοι οι συγγενείς, όπου οι πολύ νέοι λοιδωρούσαμε την μασέλα του θείου Μίμη, σνομπάραμε την συγκίνηση των πολύ πιο μεγάλων, ριχνόμασταν με μανία στα τσουγκρίσματα των αβγών και δεν δίναμε καμμία σημασία στα λινά λευκά τραπεζομάντηλα που έστρωνε στις τραπεζαρίες η γιαγιά με τις γαρδένιες να στολίζουν τα ασημένια μπωλ.
Ήταν ή ήμασταν όλοι ολόγυρα και νομίζαμε ότι ήταν βαρετά τότε. Γιατί τι πλάκα να έκανες με γιαγιάδες, παππούδες, θείους, θείες και κουμπάρους τους.
Εκείνη την διαδοχή των ψιλο- βαρετών γιορτών τίναξε στον “αέρα“ η βάφτιση του γιού μου. Έγινε δεύτερη μέρα της Πασχαλιάς στο μοναστήρι του Αγάθωνος στην Υπάτη της Φθιώτιδας. Ο Ηγούμενος του Μοναστηριού με το παρατσούκλι “Γερμανός” ήταν πρωτοπαλλήκαρο του Βελουχιώτη και κολλητός φίλος της Γιαγιάς. Εκείνη μαζί του είχε κανονίσει τα της βάφτισης όπως και το γλέντι μετά… Συγκλονιστική εικόνα η γιαγιά μου που είχε τελειώσει Αρσάκειο και έπαιζε Μαντολίνο να μοιράζεται ιστορίες ολέθρου από τον πόλεμο και την Αντίσταση μετά που είχε μοιραστεί με τον “πατέρα Γερμανό”. Ναι ήταν τότε ένα μοναδικό ευτυχισμένο Πάσχα με το μωρό μου, τους κουμπάρους μας, τους φίλους, την γιαγιά μου, τον παππού μου, την μαμά…
Και μετά ήρθαν και άλλα πιο περιπετειώδη, πιο ιδιαίτερα. Μια φορά στην Φλωρεντία και στην Σιένα, μια Ανάσταση στην Κύπρο όπου το αεροπλάνο της Ολυμπιακής ακύρωσε την μέρα του Πάσχα την πτήση και δεν ήρθε να μας παραλάβει. Είχα βάρδια στον ΣΚΑΙ όμως και έπρεπε να γυρίσω. Είχα πάθει πανικό στο έρημο αεροδρόμιο με τον γιό μου παιδάκι να προσπαθεί να με καθησυχάσει…Τελικά γυρίσαμε την επόμενη με την πρωινή πτήση και εμένα να τρέχω κυριολεκτικά σαν την τρελή να προλάβω το μεσημεριανό δελτίο των 2.
Πολλά Πάσχα στην Μύκονο επίσης μ’ επιστροφή στο σπίτι από γλέντι μετά την Ανάσταση στις 10 το πρωί όπου άλλες φορές βάζαμε αντηλιακό και άλλες φορές μπουφάν χοντρά γιατί το κρύο και η βροχή δεν συμμεριζόντουσαν τον καιρό της Ανάστασης.
Μια εκπληκτική πάλι εμπειρία το Πάσχα στην Ύδρα. Ο Φίλος μου ο Μιχάλης Μανιάτης που εκτός των πολλών ταλέντων που έχει είναι και σπουδαίος μάγειρας, μαγείρεψε ο ίδιος την Μαγειρίτσα για όλους όσους φάγαμε στην περίφημη Λαγουδέρα. Η Λαγουδέρα το πιο εμβληματικό στέκι για δεκάδες χρόνια, έμπνευση του Μωρέ και που έκανε εγκαίνια Μέγα Σάββατο του 1959, μας φιλοξένησε το τελευταίο Πάσχα της δικής της καριέρας.
Σε αυτό το στέκι του Μπάμπη Μωρέ, στέκι που ήξεραν όλοι οι διάσημοι του κόσμου, έγραψε την δική του ιστορία ο Θόδωρος Ρουμπάνης, κολλητός φίλος του Μιχάλη Μανιάτη. Το να γράψεις ποιοί πίνανε και τρώγανε στα τραπέζια του μαγαζιού από εφοπλιστές, γαλαζοαίματους, σταρ του Χόλυγουντ, επιστήμονες διεθνούς φήμης, μοντέλα, τραγουδιστές είναι αδύνατον.
Φάγαμε λοιπόν εκείνη την Νύχτα και μετά πήγαμε όλοι μαζί στο συγκλονιστικό σπίτι του Αλέξη Μάδρα όπου είχε φιλοξενήσει τον Πρόεδρο Κλίντον και βλέπαμε το λιμάνι της Ύδρας πίνοντας μέχρι το πρωί.
Η Ύδρα δεν πρωταγωνίστησε μόνο στις Λαμπρές της δικής μου ζωής, ήταν και οι Σπέτσες, ένα ακόμη νησί που λάτρεψα και λατρεύω. Ένα νησί που με την Έρη έχουμε ατελείωτες αναμνήσεις από Πάσχα και Καλοκαίρια.
Εννοείται ότι μετά την Ανάσταση έπαιζε για χρόνια ως επιλογή ποτό στην διάσημη Figaro στο Παλιό Λιμάνι, την εποχή που ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν ο Βασίλης Γκουσγκούνης και μουσική έβαζε ο Βασίλης Λάλος.
Θυμάμαι ότι τα tender όλων των πανάκριβων γιωτ δεν σταματούσαν ν’ αποβιβάζουν τους ιδιοκτήτες και τους καλεσμένους μέχρι που ξημέρωνε για τα καλά όπου φεύγαμε με προορισμό την Ντάπια για καφέ Φέτος την Κυριακή του Πάσχα έφαγα τα “πασχαλινά “ με τον Πάνο και τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης μαγειρεύει πάντα υπέροχα. Φίλοι ζωής που λογίζονται οικογένεια πια και που μένουμε τόσο “δίπλα” που δεν μας περιόριζαν τα μέτρα απαγόρευσης. Πόσο όμως αδιανόητο ότι δεν φιληθήκαμε!!! Πόσο Ανάσταση μπορεί να έχει γίνει τελικά χωρίς το φιλί της Ανάστασης; Πόσο μου λείπουν εκείνα τα “βαρετά “ Πάσχα της ζωής, με τους συγγενείς γύρω από το τραπέζι και τα σερβίτσια ν’ ακουμπάνε όλα σε λινά λευκά τραπεζομάντηλα…
Πόσο μου λείπουν εκείνα τα Πάσχα που “λόγω του παιδιού δεν θα πηγαίναμε εκδρομή …“ Ναι, τότε που καθόμασταν με την μαμά μου και διαφωνούσαμε για το πρέπει ή όχι να ξυπνήσουμε το μωρό για να φάει. Τότε που μάλωνα τον Αλέξη να μην κρατάει την λαμπάδα του από νωρίς πριν την Ανάσταση για να μην την σπάσει, τότε που η γιαγιά έδινε σχολαστικές συμβουλές στην μαμά για το αυγολέμονο, τότε που η μόνη απαγόρευση ήταν να μην φάμε τυρί πριν ακούσουμε από τον παπά το “Χριστός Ανέστη”.