Μαμά μου μη με εγκαταλείψεις ποτέ…
Σήμερα ξύπνησα με νοσταλγία και απογοήτευση συνάμα. Καιρό τώρα αναζητώ την κυρά Λένη μου, να ‘ρθει στα όνειρα μου να μιλήσουμε και δεν έρχεται. Μανούλα μου πως να ξεκόψω από σένα, δεν μπορώ. Σε αναζητώ κάθε στιγμή, κάθε λεπτό της μέρας που περνά. Στο καμαρίνι μου καθημερινά είσαι το φως μου, μαζί με το Εμμάκι […]Σήμερα ξύπνησα με νοσταλγία και απογοήτευση συνάμα. Καιρό τώρα αναζητώ την κυρά Λένη μου, να ‘ρθει στα όνειρα μου να μιλήσουμε και δεν έρχεται. Μανούλα μου πως να ξεκόψω από σένα, δεν μπορώ. Σε αναζητώ κάθε στιγμή, κάθε λεπτό της μέρας που περνά.
Στο καμαρίνι μου καθημερινά είσαι το φως μου, μαζί με το Εμμάκι μας και τον Κυρ Γιώργο μου, τον μπαμπάκα μου. Εσύ στην τελευταία φωτογραφία που σε τράβηξα ένα χρόνο πριν φύγεις από τη ζωή και με κοιτούσες με αυτή τη ζεστασιά των ματιών σου και ο μπαμπάκας μου σε μια φωτογραφία που αποτύπωσε μια φωτογράφος – τουρίστρια, με μάτια μεθυσμένα που έχουν τόση αγάπη. Δεν θέλω τις στημένες φωτογραφίες. Αγαπώ μόνο αυτές που έχουν όλη την αλήθεια μας, χωρίς ρετούς ψυχής, κι ας μου θυμίζουν τα εύκολα και τα δύσκολα. Αυτή είναι η πραγματική ζωή.
Μαμάκα μου θέλω τόσα να σου πω που συνέβησαν και συμβαίνουν. Άραγε με νοιώθεις; Ελπίζω να μην σε απογοήτευσα μαμά. Προσπάθησα να αγκαλιάσω με το ίδιο σθένος με σένα όσα αγάπησες σ´ αυτή τη ζωή. Τα παιδιά σου, τη Ζήνα και το Αλεκάκι σου, τα λουλούδια, τους ανθρώπους όλους χωρίς να ξεχωρίσεις τον πλούσιο από το φτωχό, τον ξένο από τον ντόπιο, τον άρρωστο από τον υγιή, τον Ρομά από τον μπαλαμό. Είχες το σπίτι μας ανοιχτό για όλους. Τους άνοιγες την κουζίνα σου, την αγκαλιά σου και τους έβαζες μέσα να νιώσουν πως έχουν οικογένεια.
Μαμάκα μου που είσαι; Που ταξιδεύει η ψυχή σου; Πως μπορώ να σε αγγίξω; Πέρασαν 16 χρόνια από το θάνατο σου (18 Μαρτίου 2004 πρωί έφυγες) και δεν σε λησμόνησα ούτε μια μέρα. Ακόμη θυμάμαι τις γεμάτες τρόφιμα κόκκινες σακούλες που μου έστελνες ως μαθήτρια στο Βόλο και αργότερα ως φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη και μου ‘λεγες:¨”Ζήνα κάνε οικονομία δεν έχω λεφτά να σου στείλω… . “Ναι μαμά “, έλεγα ‘θα κάνω”, αλλά δεν έκανα. Είχα πάρει τη σπατάλη από το μπαμπάκα μου. Κερνούσα τους φίλους μου κι ας μην είχα την άλλη μέρα να φάω. Κι εσύ δεν με μάλωνες. Έλεγες:”θα δανειστώ και θα σου στείλω”. Και σου δάνειζε και ο Ρομά και ο ντόπιος και όσοι είχες βάλει κάποτε στο σπίτι σου που είχαν έρθει από την Αλβανία και δεν είχαν κάποιον να μιλήσουν. Σου δάνειζαν όταν τους χρειάστηκες και τους χτύπησες την πόρτα τους. Έτσι είναι μαμά. Μ´ έμαθες τι θα πει αλήθεια και τι θα πει αγάπη. Άδειες τσέπες έχω ακόμη και τώρα.
Κυρά Λένη μου ήθελες να με πεις Μαρία, το όνομα της Παναγιάς που μ´ έταξες γιατί δεν μπορούσες να αποκτήσεις άλλο παιδί και η Παναγιά μ´ έφερε στη ζωή σου 12 χρόνια μετά. Η γιαγιά ήθελε να με πεις Ζήνα και θύμωσε κι έτσι μ’ έβγαλες Ζήνα Μαρία. Η Ζήνα της καρδιάς τόσων ανθρώπων που με αγκάλιασαν και θέλω να σου πω μαμά πως εσένα βλέπω σε κάθε καλεσμένο που κάθεται στον καναπέ μου. Με τα μάτια σου βλέπω τα μάτια τους. Παντού εσύ είσαι μαμά μου, κι ας μην έρχεσαι στα όνειρα μου.
Κυρά Λένη μου, μάτια μου μη με εγκαταλείψεις ποτέ, ούτε τώρα. Ακόμη είμαι εκείνο το μικρό παιδάκι που θέλει την αγκαλιά σου μαμά μου.