Συγνώμη μαμά μου. Δεν μπόρεσα…
Ποτέ δεν μπόρεσα να φύγω και να κοιτάξω στα μάτια την κυρά Λένη μου, τη μανούλα μου, εκτός από εκείνη την πρώτη φορά. Να της κάνω μια ζεστή αγκαλιά. Ακόμη θυμάμαι με λεπτομέρεια την κάθε στιγμή, όταν ήμουν 13 ετών κι έπρεπε να αποχαιρετήσω τη μανούλα μου, στο λιμάνι της Σκοπέλου. Δεν γυρνούσα ποτέ πίσω […]Ποτέ δεν μπόρεσα να φύγω και να κοιτάξω στα μάτια την κυρά Λένη μου, τη μανούλα μου, εκτός από εκείνη την πρώτη φορά. Να της κάνω μια ζεστή αγκαλιά.
Ακόμη θυμάμαι με λεπτομέρεια την κάθε στιγμή, όταν ήμουν 13 ετών κι έπρεπε να αποχαιρετήσω τη μανούλα μου, στο λιμάνι της Σκοπέλου. Δεν γυρνούσα ποτέ πίσω να δω τα μάτια της και να συναντηθεί η θλίψη μας.
Την πρώτη φορά που έφυγα από κοντά της να μείνω, παιδί ακόμη, μόνη μου στο Βόλο, μακριά από την αλκοολική τοξικότητα του σπιτιού μου έκλαψα πολύ. Ήταν η μόνη φορά που άντεξα να ενωθούν οι ματιές μας. Ποτέ ξανά. ´
Ηταν Σάββατο, όταν πήρα το καράβι μόνη μου και πήγα πίσω. Της είπα πως δεν άντεχα μόνη στην «ξενιτιά», μακρυά της. Μόλις με είδε θύμωσε. Μου έδειξε για μια ακόμη φορά τις σκληρές εικόνες του σπιτιού και μου είπε: «Τώρα μπορείς να γυρίσεις πίσω».
Πως μπορούσε να με διώχνει;
«Εδώ θα καταστραφείς… φύγε μακριά μας». Ως παιδί, μου ζητούσε να ενηλικιωθώ γρήγορα.
Έφυγα. Πήρα το καράβι και ξαναγύρισα στο Βόλο. Κάθε φορά που επέστρεφα για γιορτές ή καλοκαίρι και έφευγα δεν γυρνούσα ποτέ πίσω… να τη δω. Πάντα θυμόμουν εκείνη την πρώτη φορά.
Πολλά χρόνια μετά και αφού στάθηκα στα πόδια μου. μου εξήγησε πως υπέφερε πολύ για να με διώξει. Μου τα είπε όλα…
Κι εκείνη έβρισκε δύναμη να το κάνει βάζοντας στο μυαλό της όλες τις δύσκολες εικόνες του σπιτιού. Έπρεπε να επιβιώσω και να μην τρελαθώ κοντά τους. Να γίνω σκληρή για να καταλάβω το καλό μου.
Επέζησα.
Κάθε φορά που πήγαινα στη Σκόπελο, μέχρι και μεγάλη, αρρώσταινα. Πάντα πήγαινα καλά και έφευγα με πυρετό, μέχρι που όλα όσα μου συνέβαιναν τα αναγνώρισα και τα ανέλυσα στον ψυχολόγο μου για να μπορώ τώρα να τα μοιράζομαι.
Έμεινα όμως «ανάπηρη» στον αποχαιρετισμό. Δεν μπορώ να ζήσω τη στιγμή. Πια έμαθα και να τους το λέω, «συγνώμη αλλά δεν μ´ αρέσει να αποχαιρετώ.»
Δεν αντέχω να ζω το παρελθόν. Ασυνείδητα ο νους πάει εκεί. Σ´ εκείνα τα ταξίδια που το καράβι σφύριζε, η μαμά ήταν στην προβλήτα, εγώ έμπαινα στο καράβι και δεν κοιτούσα ποτέ πίσω. Τα κύματα έπαιρναν τα βλέμματα μας κι εγώ έκλαιγα σε όλο το ταξίδι.
Εκείνη έμενε μόνη στα δύσκολα. Εγώ έφευγα. Πάντα σε μια προβλήτα ηρεμούσα. Έβρισκα τη δύναμη που χρειαζόμουν. Από την εφηβεία μου μέχρι και τώρα.
Εκεί πάντα έρχομαι αντιμέτωπη με τις αλήθειες μου.
Εκεί πάω κάθε φορά που νοιώθω πως μου λείπει η κυρά Λένη μου.
Συγνώμη που δεν σε κοίταξα ποτέ μανούλα.
Ελπίζω να με συγχώρεσες…
ΥΓ:Μου λείπουν πολύ οι τηγανητές σου πατάτες, που πάντα είχες έτοιμες όταν ερχόμουν για να σε δω. Έτσι δείχναμε την αγάπη μας. Ήταν το σήμα κατατεθέν της δικής μας αγάπης. Η δική μας Σκόπελος. Το δικό μας “καλώς ήλθες” και “αντίο”.
Αχ μαμά μου…
Η κυρά Λένη μου, το χεράκι μου στην πλατούλα της και όσα μόνο εμείς ξέρουμε. Μια φωτογραφία λίγο πριν πεθάνει, μεγάλη πια.