Συγκινεί η εξομολόγηση του Λάκη Λαζόπουλου για την Τασούλα του: Δεν μπορούσα να συνέλθω, ήμουν κλεισμένος επί 15 μέρες και…

Είχα ανάγκη όταν “έφυγε” να γράψω ότι υπήρχε μέσα μου για να μεταφέρω τη φωνή εκείνης που είχε υποστεί όλο αυτό

Συνέντευξη στο  Πρώτο Θέμα και στην Τίνα Μανδηλαρά έδωσε ο  Λάκης Λαζόπουλος, ο οποίος μίλησε με πολύ συγκινητικά λόγια για την σύζυγο του Τασούλα.

“Το βιβλίο είναι για τη γυναίκα μου, την Τασούλα. Είχα ανάγκη όταν “έφυγε” να γράψω ότι υπήρχε μέσα μου για να μεταφέρω τη φωνή εκείνης που είχε υποστεί όλο αυτό. Επίσης, μέσα από αυτό να δω πώς ακριβώς σκεφτόμουν, τι σήμαινε για μένα όλη αυτή η διαχείριση από τη μία του πολέμου και από την άλλη αυτής της ακραίας κατάστασης με την ασθένεια. Ένιωθα πραγματικά πολύ περίεργα εκείνη την περίοδο, σα να είχα βάλει ένα σκιάχτρο σε ένα αμπέλι και να παρακολουθούσα όλους να βαράνε και εγώ να είμαι μόνος μου κάπου μακριά.

Ωστόσο, έμαθα πολλά πράγματα μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία και ακόμα και μέσα από τη θεραπεία της Τασούλας προσπάθησα να κρατήσω πράγματα που θα μπορούσαν, ειδικά όσον αφορά τη θεραπευτική μέθοδο, να βοηθήσουν άλλους ασθενείς. Η ίδια άλλωστε το ήθελε, εφόσον πετύχαινε σε κάποιο βαθμό, να βοηθηθεί όσο γινόταν περισσότερος κόσμος. Παράλληλα βέβαια βγήκαν πολλά πράγματα στην πορεία που ούτε καν μπορούσα να φανταστώ, όπως το ότι η Τασούλα μού έγραφε, όλα αυτά τα χρόνια, γράμματα τα οποία δεν είχα δει ποτέ και ποτέ δεν μου τα έστειλε. Τα βρήκα όλα μαζεμένα σάμπως να ήξερε, ή μάλλον ήταν βέβαιη, ότι θα “έφευγε” πριν από εμένα και ήθελε να τα διαβάσω. Εκεί βρήκα πράγματα που δεν περίμενα με τίποτα ότι θα βρω.

 
Δεν ήξεραν καν ότι υπήρχαν πράγματα που ένιωθε και ποτέ δεν εξέφραζε: είδα να επαναλαμβάνει φράσεις ανήκουστες, να γράφει πράγματα που ούτε φανταζόμουν. Δεν μπορούσα να συνέλθω, ήμουν κλεισμένος επί 15 μέρες και διάβαζα. Δεν ήξερα καν ότι είχε ένα τέτοιο κομμάτι γιατί θεωρούσα ότι είχαμε έναν τρόπο να μιλάμε, να συνεννοούμαστε και ξαφνικά είδα έναν άνθρωπο που δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει.

Ήταν σαν να άνοιξα ένα νέο κεφάλαιο, γι’ αυτό και θέλω το βιβλίο αυτό να έχει τη δική της φωνή, να ακουστούν αυτά τα λόγια που, όσο δύσκολα και αν φαντάζουν για μένα, είναι αληθινά. Δεν θα φοβηθώ λοιπόν να τα αφήσω τα γράμματα αυτά και να της επιτρέψω να μου απευθύνει τόσο σκληρά το λόγο, γιατί αλλιώς δεν θα ήμουν αληθινός. Όσο πιο αληθινά είναι αυτά, τόσο πιο πολύ θα καταλάβουν τι έχει τραβήξει αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου. Γιατί η Τασούλα τα πέρασε όλα αυτά επιλέγοντας να ζήσει με έναν άνθρωπο σαν κι εμένα.

Δεν χωρίστηκαν οι ζωές μας. Η σχέση μας μεταμορφωνόταν, αλλά ποτέ δεν έσπασε γιατί πάντα υπήρχε αγάπη. Σαν να υπήρχε ένας μαγνήτης που μας τραβούσε, κάνοντάς μας να επιστρέφουμε, όπως τα μέταλλα που δεν χάνουν ποτέ τον μαγνητισμό τους. Αυτό είναι που με κατηύθυνε  και τώρα ώστε να μη χάσω τον προσανατολισμό μου, αφήνοντας να ακουστούν τόσο προσωπικά πράγματα. Θεώρησα ότι είναι η ευκαιρία να ακουστεί εκείνη που δεν ήθελε να ακουστεί ποτέ, που πάντοτε ήθελε να κρατάει την ανωνυμία”.