- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Η Πρωτοχρονιά για τον περισσότερο κόσμο μπορεί να είναι μια μέρα οικογενειακής αγάπης, ωστόσο για κάποιους καλλιτέχνες οι γιορτινές αυτές ημέρες είναι ένα αγκάθι στην καρδιά, που δύσκολα επουλώνεται. Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, μια από τις σπουδαιότερες μορφές του θεάτρου και του κινηματογράφου, ανοίγει την καρδιά της στην «Espresso» και μιλάει για τη δική της μοναξιά, για τις σκέψεις που κάνει όταν το φως της κρεβατοκάμαρας κλείνει, αλλά και για την αγαπημένη της Αλίκη, που πιστεύει πως κάποια στιγμή θα ανοίξει την πόρτα και θα τη χαιρετήσει.
Η κουβέντα μας με την αξιαγάπητη ηθοποιό άρχισε μιλώντας μας για τα συναισθήματα που νιώθει αυτές τις μέρες. Αλλοτε βουρκώνει, άλλοτε κομπιάζει και συγκινείται. «Αυτό που νιώθω τέτοιες μέρες, είναι μια νοσταλγία και αναμνήσεις από το παρελθόν. Το μυαλό μου γυρίζει σε εκείνα τα χρόνια που ήμουν νέα, που έκανα όλες αυτές τις ταινίες, που ήμουν στο θέατρο με τους συναδέλφους μου, με τον κόσμο να με χειροκροτάει. Είχα την ενέργεια να σηκωθώ να διαβάσω σενάρια, να τρέχω από θέατρο σε θέατρο και από ταινία σε ταινία. Είχα το μέλλον μπροστά μου. Τώρα δεν έχω κανένα μέλλον, αλλά ζω με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό με στενοχωρεί. Γιατί τα χρόνια πέρασαν και βαδίζω προς το τέλος» λέει, προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο της ψυχής της πίσω από τις λέξεις.
Οι σκέψεις της πάνε στο γεμάτο από ανθρώπους σπίτι της. «Τέτοιες χρονιάρες μέρες, εκείνα τα χρόνια είχα την οικογένειά μου μέσα στο σπίτι. Το σπίτι γέμιζε από φωνές, από δραστηριότητες. Ζούσαν οι γονείς μου, τα αδέρφια μου, ήταν τα ανίψια μέσα στο σπίτι. Είχα μια γεμάτη οικογένεια. Πλέον δεν υπάρχει κανένας. Τώρα νιώθω πως δεν υπάρχει αύριο για όλους εμάς τους ηλικιωμένους. Οι σκέψεις αυτές με κάνουν και υποφέρω. Από την άλλη, ήρθε και ο κορωνοϊός και γκρέμισε έστω και την τελευταία ελπίδα. Κάθομαι και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες άνθρωποι φεύγουν από τη δαιμονισμένη αυτή αρρώστια. Μου έρχονται σκέψεις και ρήσεις που λέγαμε τα παλιά χρόνια: “βγείτε οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί”. Ζούμε σε μια ανατριχιαστική εποχή που δεν ξέρεις τι ξημερώνει στην ανθρωπότητα. Για τη Στυλιανοπούλου πολλοί θα πουν, η ζωή πέρασε, μεγάλωσε. Δεν σκέφτονται όμως πως η ζωή σε κάθε ηλικία είναι γλυκιά. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Ούτε αν είναι 20 χρονών ούτε αν είναι 100».
Τα δάκρυά της σταματούν την κουβέντα μας. Μας ζητάει συγγνώμη, ενώ μας επισημαίνει πως θέλει να κάνει μια ειλικρινή κουβέντα μαζί μας, με όλα εκείνα τα συναισθήματα που νιώθει. «Τις εποχές εκείνες που ήμουν μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας, εμείς οι καλλιτέχνες πηγαίναμε ανήμερα τα Χριστούγεννα και της Πρωτοχρονιάς να παίξουμε στο θέατρο και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να κόψουμε τη βασιλόπιτα. Ψάχναμε με όρεξη να βρούμε το φλουρί, να αγκαλιάσουμε τους συναδέλφους μας, να μας βάλουν στις εφημερίδες για το ποιος βρήκε το φλουρί. Με τη Γέννηση του Χριστού γεννιόμασταν και εμείς. Πλέον… τίποτα».
Η ίδια δεν παραπονιέται που μεγάλωσε. Παραπονιέται όμως που άλλαξε τόσο πολύ η εποχή που ζούμε. «Οταν κλείνω το βράδυ το φως στο υπνοδωμάτιο, το μυαλό μου πάντα γυρίζει πίσω, στα χρόνια που μεσουρανούσα στο παρελθόν. Φέρνω στις σκέψεις μου όλους αυτούς που έπαιξα μαζί τους και κάναμε παρέα. Νομίζω πολλές φορές πως όταν ανοίξω τα μάτια μου το πρωί, θα τους συναντήσω στο γύρισμα. Τόσο πολύ είναι μέσα στην ψυχή και την καρδιά μου όλα αυτά τα βιώματα. Αυτό το διάστημα γράφω το κεφάλαιο “Αλίκη”, στο βιβλίο μου. Γράφω για τις στιγμές εκείνες που η Αλίκη ήταν άρρωστη στο Ιατρικό Κέντρο και εγώ πήγαινα και της έκανα παρέα. Θυμάμαι τα τελευταία της λόγια: “Ψιψίνα, γιατί να πεθάνω; Θέλω να ζήσω και να με πας στον Θεολόγο να κάνουμε μαζί τα γενέθλιά μας”. Και οι δύο ήμασταν Καρκίνοι στο ζώδιο και πάντα κάναμε μαζί τις γιορτές μας. Μου λείπει που με φώναζε πάντα “ψιψίνα”. Μου λείπει η ανάσα της, η αύρα της, το χαμόγελό της. Μια μέρα είχα πάει να δω στο θέατρο μια παράσταση που έπαιζε. Μου φωνάζει λοιπόν από τη σκηνή: “ψιψίνα, μετά έλα στο καμαρίνι να μιλήσουμε”. Ο κόσμος που ήταν στο κατάμεστο θέατρο, ακούγοντας να φωνάζει “ψιψίνα” νόμιζε πως η Αλίκη φώναζε μια γάτα. Και άρχισε να ψάχνει κάτω από τα καθίσματα για να βρει το γατί! Και εκείνη πάνω στη σκηνή να σκάει στα γέλια. Μέσα σε αυτό το κεφάλαιο της Αλίκης γράφω και για την πρώτη μας γνωριμία που έγινε στην ταινία “Η Αλίκη στο Ναυτικό”. Μετά γράφω για ένα πολύ ωραίο περιστατικό όταν είχαμε πάει με την Αλίκη στον Ζαμπέτα. Ο Δημήτρης είχε σηκωθεί και χόρευε ένα πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο. Η Αλίκη, λοιπόν, που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, σηκώθηκε και άνοιξε δεκάδες σαμπάνιες για πάρτη του. Και ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Μπορεί να έλεγαν την Αλίκη σκληρή, ήταν όμως ψυχούλα και δυναμικός χαρακτήρας. Και αν μου έλεγες μεταξύ Αλίκης και Δημήτρη, εγώ θα σου έλεγα Αλίκη. Οχι γιατί ο Δημήτρης ήταν σκληρός άνθρωπος, αντιθέτως μάλιστα. Απλά η Αλίκη ήταν πειραχτήρι και ο Δημήτρης δεν σήκωνε πολλά πολλά και δεν αντιλαμβανόταν εύκολα το χιούμορ της Αλίκης. Ξέρεις πόσες φορές η Αλίκη τον πείραζε στο θέατρο ΡΕΞ και εκείνος θυμωμένος έφευγε από τις πρόβες ή την επίσημη πρεμιέρα και καθόταν έξω στα σκαλιά; Ηταν βλέπεις Πειραιώτης και δεν σήκωνε πολλά πολλά. Και η Αλίκη μου έλεγε: “πήγαινε, ρε ψιψίνα, και καλμάρισέ τον”. Πήγαινα, μιλούσαμε, και ο Δημήτρης γύριζε πίσω. Γι΄ αυτά τα χρόνια νοσταλγώ και κλαίω. Και ξέρεις κάτι: από το ΄60 μέχρι και σήμερα δεν έχω πει ποτέ ότι η Αλίκη είναι νεκρή. Γιατί νιώθω σαν να είναι δίπλα μου συνεχώς. Μιλάω μαζί της»!
Η αγάπη της για την Αλίκη είναι τέτοια που, όπως λέει, αν γύριζε ο χρόνος πίσω ή γινόταν ένα θαύμα, μόνον εκείνη θα ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να τη συναντήσει. «Αν μου χτύπαγε την πόρτα κάποιος τη νέα χρονιά, θα ήθελα να ήταν η Αλίκη. Να ξαναγύριζε ο χρόνος πίσω και να την έβλεπα όπως τότε που ζούσαμε σαν αδερφούλες. Εμείς οι θεατρίνοι, τέτοιες μέρες, δεν πηγαίναμε σπίτι μας σχεδόν καθόλου. Ημασταν συνέχεια στο θέατρο. Οικογένειά μας ήταν οι συμπρωταγωνιστές μας και το κοινό που μας χειροκροτούσε. Μαζί τις περνούσαμε αυτές τις άγιες ημέρες. Και αυτές τις ημέρες που δεν έχω κοντά μου τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, έχω μόνο τους φίλους μου. Αυτοί με κρατούν στη ζωή με την αγάπη τους. Και σήμερα αν βγω έξω, δεν στερούμαι του θαυμασμού και της αγάπης του κόσμου. Ωστόσο, αυτό που με πικραίνει είναι ότι δεν μπορώ να παίξω σε κάποιο θέατρο και να είμαι κοντά με τους συναδέλφους μου. Να ανταλλάξουμε ευχές, να αγκαλιαστούμε, να πούμε σαν άνθρωποι δυο λόγια. Με όλα αυτά πέρασα και περνάω ακόμα κατάθλιψη. Γιατί με όσα συμβαίνουν, έχω κλειστεί και εγώ σπίτι μου, δεν μπορώ να δεχτώ κόσμο και νιώθω μια απέραντη μοναξιά, όπως και πολύς κόσμος στη δική μου ηλικία. Δυστυχώς, η εποχή που ζούμε δεν είναι καθόλου φιλική με τις μεγάλες ηλικίες ανθρώπων».
Αν και η σπουδαία ηθοποιός ήταν πάντα η πηγή της αισιοδοξίας, φαίνεται πως περνώντας τα χρόνια άρχισε να σκέφτεται όσα σπουδαία θα αφήσει πίσω της στις επόμενες γενιές, μετά το φευγιό της. Οταν τη ρωτάμε αν φοβάται τον θάνατο, προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να πει αυτό που αισθάνεται στη λέξη θάνατος: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται εκείνη την ιερή στιγμή του θανάτου. Και δεν φοβάμαι τον θάνατο ως λέξη, αλλά όλη τη διαδικασία φτάνοντας έως τον θάνατο. Νομίζω πως έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι στον ελληνικό κινηματογράφο και έδωσα χαρά στον κόσμο μέσα από τους ρόλους. Γι΄ αυτό που θα αφήσω πίσω μου στις επόμενες γενιές, ναι είμαι ευτυχισμένη» τονίζει βουρκωμένη.
Οσο για το τελευταίο χειροκρότημα που θέλει να ακούσει; Τα λόγια της αλλά και η έκφραση του προσώπου της μιλούν από μόνα τους: «Το τελευταίο χειροκρότημα, είμαι σίγουρη ότι θα το ακούσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου. Εκεί θα τους πω και το τελευταίο αντίο σε έναν μονόλογο που έχω γράψει και αναφέρομαι στον κόσμο που με αγάπησε τόσο πολύ. Ετσι θέλω να με θυμούνται, σαν το Δεσποινάκι της καρδιάς τους!».
Πηγή: newsbreak.gr