Νόνικα Γαληνέα: Ζωή σαν παραμύθι! Το πρώτο φιλί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη
H στενή φιλία με τον Nίκο Κούρκουλο και η παρεξήγηση με τον Σταμάτη Φασουλή. Τα 50 χρόνια πορείας στο θεατρικό σανίδιΑριστοκρατική, γοητευτική, έξω καρδιά, φιλική, αποκαλυπτική, με αστείρευτη δίψα για ζωή και βαθιά αγάπη για την τέχνη του θεάτρου: Αυτή ήταν η Νόνικα Γαληνέα, η ηθοποιός με τον μισό αιώνα καριέρας, που «έφυγε» σήμερα, στα 85 της χρόνια, έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη δυνατές εμπειρίες, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο και έχοντας αφήσει έντονο το αποτύπωμά της στις ζωές όσων βρέθηκαν στο πλευρό της.
Γιατί η προσωπικότητα της Νόνικας Γαληνέα ήταν έντονη, ξεχωριστή, λαμπερή αλλά και με αντιφάσεις. Από τη μία έδινε την εντύπωση μιας απρόσιτης ντίβας, με μια εμφάνιση πάντα προσεγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια κι από την άλλη δεν δίσταζε να τσαλακωθεί δημόσια αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή, διατηρώντας πάντα, άσβεστο, το λαμπερό χαμόγελό της.
Τα χαρακτηριστικά της καλής ανατροφής της από τους ευκατάστατους γονείς της, του δικηγόρου Πέτρου Γαληνέα και της Θεοδοσίας Καραϊωσηφόγλου, τήν ακολουθούσαν σε όλη τη διάρκεια του βίου της. Από την άλλη πλευρά όμως η αστείρευτη δίψα της για ζωή, δημιουργία και έντονες εμπειρίες τήν έσπρωχνε να ρίχνεται με πάθος και δύναμη στις προσκλήσεις της ζωής και της καριέρας της.
Κοσμοπολίτισσα, καθώς από μικρή έζησε ξένες χώρες, όπως η Ιταλία, η Ελβετία και η Αγγλία, έδωσε, αρχικά προτεραιότητα στην προσωπική της ζωή. Παντρεύτηκε, σε νεαρή ηλικία, με τον νευρολόγο Νίκο Μουτούση με τον οποίο απέκτησε τις τρεις πολυαγαπημένες της κόρες, τις δίδυμες Αλεξία και Αριέττα και την Μαρία – Αμαλία. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια εκείνη, κι η ίδια μεγάλη δίψα να τα βιώσει.
Τα βήματά της θα την οδηγήσουν στο Θέατρο Τέχνης όπου δίνει εξετάσεις, φοιτά και αποκτά, λίγα χρόνια αργότερα, την παρθενική επαγγελματική της εμπειρία η οποία έμελλε να είναι συγκλονιστική καθώς βρέθηκε να παίζει στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη και να συνεργάζεται με ιερά τέρατα της εποχής όπως ο Κάρολος Κουν, η Κατίνα Παξινού, η Άννα Συνοδινού, ο Αλέξης Μινωτής, ο Δημήτρης Μυράτ αλλά και ο Μάνος Χατζιδάκις, που έγραψε τη μουσική της παράστασης και ο Γιάννης Τσαρούχης, που φιλοτέχνησε τα κοστούμια.
Θα ακολουθήσει η θεατρική συνεργασία με τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ για να έρθει, λίγο αργότερα, η συνάντησή της με τον Αλέκο Αλεξανδράκη η οποία θα αποδειχτεί μοιραία τόσο για την καριέρα όσο και για τη ζωή της. Οι δυο τους θα ερωτευτούν δυνατά, θα ζήσουν μαζί για είκοσι ολόκληρα χρόνια, θα φτιάξουν τη δική τους θεατρική στέγη. το Θέατρο Ιλίσσια, και θα ανεβάσουν δεκάδες παραστάσεις μεταξύ των οποίων και «Τα μεγάλα χρόνια» του Γεωργίου Ρούσσου, τα «Τέσσερα Δωμάτια» των Μπαριγιέ & Γκρεντί, η «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» του Τέρενς Ράτιγκαν, η «Στροφή» του Φρανσουάζ Ντορέν, ο «Γλάρος» του Άντον Τσέχοφ, η «Επιστροφή» του Χάρολντ Πίντερ, ο «Μάρτυρας Κατηγορίας» της Αγκάθα Κρίστι, η «Σουίτα για δύο» του Νιλ Σάιμον, το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς…
Η Νόνικα Γαληνέα όμως θα πατήσει και στα ιερά χώματα της Επιδαύρου συμμετέχοντας σε μεγάλες παραγωγές αρχαίου δράματος μεταξύ των οποίων και η «Ηλέκτρα» και ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή ενώ κατέκτησε και θα κατακτήσει και τις διεθνείς σκηνές παίζοντας στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου.
Με τον κινηματογράφο η σχέση της δεν υπήρξε ιδιαίτερη στενή καθώς έπαιξε σε τέσσερις μόλις ταινίες, ανάμεσα στις οποίες «Η κόμισσα της Κέρκυρας» με τη Ρένα Βλαχοπούλου, όπου έλεγε την χαρακτηριστική ατάκα «Να φάω τα κόκαλά μου», και «Η κόρη του ήλιου», στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη με την οποία την έδενε μια στενή προσωπική φιλία.
Οι σχέσεις της, εξάλλου, με τους περισσότερους ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου υπήρξαν άριστες, γεγονός που αποδεικνυόταν από το βροντερό παρών που έδιναν στις πρεμιέρες των παραστάσεών της, στις παρουσιάσεις των βιβλίων της αλλά και στις ιδιωτικές γιορτές που διοργάνωνε κατά καιρούς.
Οι προσωπικές της εξομολογήσεις
Η Νόνικα Γαληνέα ήταν μια γυναίκα πλήρως απενοχοποιημένη. Δεν κρύφτηκε ποτέ, δεν σνόμπαρε τα φώτα της δημοσιότητας τα οποία τραβούσε πάνω της σαν μαγνήτης. Αντιθέτως μάλιστα επέλεξε να μοιραστεί με τον κόσμο άγνωστες πτυχές της ζωής μέσα από την αυτοβιογραφία με τίτλο «Η Ζωή μου» που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το πρώτο φιλί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη
«…Αλλά ας ξαναγυρίσουμε τριάντα πέντε χρόνια πίσω, τότε που πρωτοδουλέψαμε μαζί στο θέατρο Μετροπόλιταν της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στα «Μεγάλα Χρόνια» του Γεωργίου Ρούσσου, ένα έργο για τη ζωή του Διονυσίου Σολωμού, που το σκηνοθετούσε ο Αλέξης Μινωτής. Πολύ μεγάλος θίασος. Πρωταγωνίστρια στο ρόλο της Φαρμακωμένης η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Εγώ έπαιζα την Κοντέσα Σολωμού.
Μοιραζόμουν το ίδιο καμαρίνι με την Τριανταφυλλίδη. Ενα βράδυ, στις 29 Ιουνίου 1969, μέρα Σάββατο, βγαίνοντας απ’ το καμαρίνι μας με κλείδωσε μέσα και έφυγε.
Άρχισα να φωνάζω. Ο φύλακας δεν υπήρχε περίπτωση να με ακούσει. Αν και φορούσε διπλά ακουστικά, ήταν θεόκουφος. Και με άκουσε ο Αλεξανδράκης από τη μάντρα – δυο τετράγωνα πιο κάτω – όπου είχε πάει να πάρει το αυτοκίνητό του. Γύρισε πίσω και μου άνοιξε μαζί με το φύλακα, γιατί η άλλη είχε βάλει λουκέτο. Του είπα πως δεν είχα αυτοκίνητο, παρόλο που είχα, ένα κάμπριο Triumph διθέσιο, το οποίο μόλις είχα πάρει. Το είχα στην ίδια μάντρα που είχε κι εκείνος το δικό του, αλλά μια και ο Αλέκος έμενε στη Γλυφάδα κι εγώ στον Αστέρα της Γλυφάδας με πήγε εκείνος. Στη διαδρομή έτρεμα ολόκληρη από τρακ και νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Όταν βγήκε απ’ το αυτοκίνητο για να με καληνυχτίσει, του είπα (πώς το τόλμησα ούτε ξέρω): «Φίλησέ με». Εκείνος μου είπε: «Ασ’ το καλύτερα», και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο ενώ τ’ αυτοκίνητα περνούσαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο ρίχνοντας τα φώτα τους πάνω μας.
Μες στην καμπάνα ήταν η φίλη μου Μαρλέν Καρρέρ, που έμενε μαζί μου. Ήξερε την αγωνία μου και έριχνε πασιέντσες. Μπήκα στην καμπάνα και της είπα: «Δε χρειάζεται πια, μην κουράζεσαι
Πήγα την άλλη μέρα στην παράσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Στο βλέμμα μου δεν υπήρχε υπαινιγμός, το φέρσιμό μου ήταν συναδελφικό αλλά όχι γυναικείο. Προφανώς όλα αυτά λειτούργησαν έτσι όπως ούτε στα όνειρά μου δεν μπορούσα να φανταστώ. Γέλασα πάρα πολύ όταν διαπίστωσα πως ο Αλέκος είχε διαλέξει αυτοκίνητο που γινόταν κρεβάτι. Ο αιώνιος Αλέκος!»…
Η στενή φιλία με τον Νίκο Κούρκουλο
«…Είναι άνθρωπος πολύ δυνατός ο Νίκος. Δεν ξέρει να λέει λόγια, όταν τον χρειάζεσαι όμως είναι εκεί – και είναι επί της ουσίας. Τις «χοντράδες» του δεν τις γλιτώνεις με τίποτα. Αλλά επειδή τον ξέρω πάρα πολύ καλά, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως τις «χοντράδες» του τις εκφράζει μόνο αν σε νιώθει δικό του άνθρωπο. Και για να σε νιώσει δικό του άνθρωπο σε έχει περάσει από πολλές εξετάσεις.
Σε κανένα τομέα της ζωής του δεν αστειεύεται ο Νίκος. Και χάρη μην περιμένεις απ’ αυτόν. Αλλά αν μπεις σ’ ένα δωμάτιο θα σε κοιτάξει και θα καταλάβει αμέσως αν είσαι καλά. Αν είσαι καλά, θα πει κάποιο καλαμπούρι, θα γελάσει με το γνωστό μοναδικό του γέλιο – και τέρμα. Αν όμως δεν είσαι καλά και θες να του το κρύψεις, δεν υπάρχει περίπτωση να το πετύχεις. Σ’ έχει καταλάβει μίλια μακριά και θ’ ασχοληθεί επί τόπου με το πρόβλημά σου, θα σου δώσει λύση όσο σκληρή κι αν είναι και θα σε παίρνει στο τηλέφωνο μέχρι να σιγουρευτεί πως είσαι καλά και ξεπέρασες το πρόβλημά σου. Αυτά μπορεί να σου δώσει ο Νίκος, αλλά αφού σ’ έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου, για να βεβαιωθεί πως είσαι δικός του άνθρωπος.»
Η παρεξήγηση με τον Σταμάτη Φασουλή
«…Τελευταία φορά συνεργαστήκαμε με τον Μίνω Βολανάκη στη Μικρή Επίδαυρο στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» («H Γυναίκα με τα Μαύρα») του Γιάννη Ρίτσου. Σε σχέση μ’ αυτή την παράσταση έγινε κάτι φοβερό, που θέλω να το διηγηθώ. Ήταν η εποχή που η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφευγε απ’ τη ζωή. Ήμαστε δίπλα της σ’ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου, περιμένοντας το τέλος. Ανάμεσα στους φίλους της ήταν ο Σταμάτης Φασουλής. H Αλίκη, ο Σταμάτης κι εγώ είχαμε περάσει πολύ ωραίες στιγμές, μοναδικές, τουλάχιστον από γέλια.
Του Σταμάτη του είχα και του έχω αδυναμία και ίσως το ότι, άθελά μου, του φέρθηκα ανέντιμα κάνει αυτή την αδυναμία ακόμα πιο μεγάλη. Μου λέει πως μ’ έχει συγχωρέσει. Το ελπίζω!
Λοιπόν, εκεί στην Αλίκη λέω στον Σταμάτη: «Μου κάνουν πρόταση απ’ το Μέγαρο Μουσικής να παίξω κάτι στη Μικρή Επίδαυρο που να έχει όμως και κάποια σχέση με τη μουσική. Τι να παίξω;» Σκέφτηκε λίγο και αμέσως μου είπε: «Τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου».
Πήρα το κείμενο του Ρίτσου και πήγαινα να κάνω πρόβα στο «Χορό του Θανάτου». Άφησα τ’ αυτοκίνητό μου στη μάντρα, στο στενάκι του «Ιλίσια». Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, το βιβλιαράκι του Ρίτσου μου πέφτει απ’ τα χέρια, κάνω να το μαζέψω και βλέπω μπροστά μου τον Μίνω, που σκύβει και προλαβαίνει να πιάσει το βιβλίο. Μου λέει: «Έχω πάθος μ’ αυτό το έργο. Πρόκειται να το παίξεις;» Λέω: «Ναι, μου έκαναν πρόταση για τη Μικρή Επίδαυρο». Μου ανταπαντάει αμέσως: «Θα σ’ το κάνω εγώ αυτό».Τα ‘χασα. Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν είχα το κουράγιο να του πω την αλήθεια.
Το βράδυ θα έτρωγε στο σπίτι ο Σταμάτης, γιατί συζητούσαμε να ανεβάσουμε το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο «Σάββατο – Κυριακή – Δευτέρα». Όταν τού είπα τι έγινε με τον Βολανάκη και πως δεν τόλμησα να τού πω πως «η ιδέα ήταν δική σου κι ότι ασφαλώς εσύ έπρεπε να το σκηνοθετήσεις», ο Φασουλής φοβερά συγκρατημένος δεν έδειξε τίποτα. Σε λίγο είπε πως δεν αισθανόταν καλά και έφυγε. Την άλλη μέρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε πως δε μου έδωσε την ιδέα για να τη σκηνοθετήσει άλλος. Μου είπε επίσης πως έπρεπε επειγόντως να καταφύγει σε Λεξοτανίλ και απλούστατα δε μου ξανάδωσε σημεία ζωής. Εξαφανίστηκε. Είχε απόλυτο δίκιο.»
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.