Νίκος Ξυλούρης: Σαν σήμερα έφυγε ο «Αρχάγγελος» της Κρήτης
43χρόνια από το θάνατό τουΉταν κάτι παραπάνω από τη φωνή της Κρήτης, «Αρχάγγελο» τον χαρακτήρισαν, ήταν η φωνή ολόκληρης της Ελλάδας, σε εποχές σκοτεινές και δύσκολες. Ακόμα και σήμερα, 43 χρόνια από τον θάνατό του το ηχόχρωμα της φωνής του συνεγείρει και διαπερνά τις συνειδήσεις.
Ο Νίκος Ξυλούρης ανήκει στην ακριβή χορεία των τραγουδιστών που δεν πατούσε σε νότες, αλλά σε καρδιές. Δεν τραγούδησε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» ή το «Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί», τα ερμήνευσε και τα βίωσε προσωπικά. Ήταν κομμάτι των λαϊκών αγώνων, ζυμώθηκε από αυτούς και τους εξέφρασε με το ταλέντο της φωνής του.
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.
Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική. Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του.
Η λύρα
Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη. Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο.
Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ. Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται.
Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.
Η αναγνώριση του στην Αθήνα
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο Ανυφαντού και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις, όμως, είχαν ωριμάσει πλέον και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Εκεί γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με τον δίσκο Χρονικό και τα Ριζίτικα. Παράλληλα, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του, κυρίας Ουρανίας Ξυλούρη, – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του Χρονικού. Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του Χρονικού.
Τα χρόνια της δικτατορίας
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο «Αθήναιον».
Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.
Ο Νίκος Ξυλούρης είχε τον ρόλο του ντελάλη και με τη φωνή του ξεσήκωνε τον κόσμο, που έκανε ουρές για ένα εισιτήριο. Το προσωνύμιο «Αρχάγγελος» του το είχε δώσει η Τζένη Καρέζη, αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…»
Τον Νοέμβριο του 1973, τις μέρες της εξέγερσης, είναι μέσα στο Πολυτεχνείο και τραγουδά πίσω από τα κάγκελα μαζί με τους φοιτητές, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τα στιγμιότυπα τα οποία γίνονται πρωτοσέλιδα και αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη χούντα, που λογοκρίνει τα τραγούδια του, απαγορεύει τις συναυλίες του και κλείνει το μαγαζί που τραγουδάει. Η φωνή του είχε γίνει σύμβολο αντίστασης τα χρόνια της χούντας.
Στη βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τηλεοπτική σειρά Έμποροι των εθνών, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμηνεύει για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια
Το 1976, η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Cross θα του απονείμει το 1ο βραβείο στην κατηγορία της Διεθνούς Λαϊκής Μουσικής, για την ερμηνεία του στα Ριζίτικα. Μάλιστα, η βράβευση έγινε δύο φορές, καθώς στην πρώτη δεν αναφέρθηκε καν το όνομά του παρά μόνο του Μαρκόπουλου που τα έγραψε.
Ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα Αντιπολεμικά τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής».
Το τέλος
Στην ακμή της καριέρας του, τον Μάιο του 1979, ο Νίκος Ξυλούρης αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μεταβαίνει στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί και επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, σε «συναυλία αγάπης», που διοργανώνει για εκείνον ο Σταύρος Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με στόχο την κάλυψη των εξόδων της νοσηλείας του, 25.000 άνθρωποι τραγουδούν και προσεύχονται για να γίνει καλά. Τον Δεκέμβριο πηγαίνει για μία εβδομάδα στο «Μεμόριαλ», ωστόσο έχει εξανεμιστεί κάθε ελπίδα.
Την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου μπαίνει στο αντικαρκινικό Πειραιώς για εξετάσεις. Την επόμενη μέρα όμως η κατάσταση του χειροτερεύει. Το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα, οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 7 Φεβρουαρίου αφήνει την πνοή του στο λευκό δωμάτιο του νοσοκομείου. Και το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό.
Μια μέρα μια Παρασκευή
θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ’ αναστηθώ
από το χώμα απάνω.
Στις 9 Φεβρουαρίου κηδεύεται και χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι και ανώνυμοι, τον αποχαιρετούν με δάκρια στα μάτια και τραγουδούν.
Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μας
κι αν έρθουν οι εδικοί μας
μην τον ε πής κι απόθανα
και τους βαριοκαρδίσεις.
«Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη ακουσε μια τουφεκιά»
με πληροφορίες από wikipedia.gr, cretanhistory.tripod.com,iefimerida.gr
cretapost.gr