Η «διαθήκη» του Μίκη: Τα πνευματικά δικαιώματα και η ακίνητη περιουσία του

Η σύζυγός του Μυρτώ διαχειριζόταν για πολλά χρόνια τα οικονομικά τους - Την ακίνητη περιουσία σύμφωνα με πληροφορίες είχε φροντίσει να διαμοιράσει τα τελευταία χρόνια στα παιδιά και στα εγγόνια του - Αγνωστο εάν υπάρχει κάποια νέα διαθήκη

Ενα καλοκαιρινό βράδυ του 1975 ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τη σύζυγό του Μυρτώ επιστρέφουν στο σπίτι τους, στη Νέα Σμύρνη, μετά από μια μουσική παράσταση. Ενδιαμέσως έχουν περάσει από το «Καφέ Σόνια» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, γνωστό καλλιτεχνικό στέκι της εποχής. Μαζί τους είναι ένας φίλος τους, δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ, τον οποίο προθυμοποιούνται να αφήσουν με το αυτοκίνητό τους στο Κουκάκι όπου μένει. Περνώντας από τον περιφερειακό δρόμο η Μυρτώ λέει στον δημοσιογράφο: «Τι ωραία γειτονιά που είναι εδώ, μένει κοντά και ο Μιχάλης Κακογιάννης…. Αν δεις κάποιο σπίτι να πωλείται εδώ κοντά, ειδοποίησέ με».

Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα ο δημοσιογράφος βλέπει ένα πωλητήριο έξω από ένα μεγάλο ακίνητο, στη συμβολή των οδών Γαριβάλδη και Επιφανούς, απέναντι ακριβώς από την Ακρόπολη. Ειδοποιεί αμέσως τη Μυρτώ, εκείνη έρχεται να δει το σπίτι και μέσα σε λίγες ημέρες, η τριώροφη οικία των 350 τ.μ. πωλείται στην οικογένεια Θεοδωράκη.

Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία πίσω από σπίτι όπου έζησε για 45 ολόκληρα χρόνια ο μεγάλος μας συνθέτης μαζί με την οικογένειά του, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για την περιοχή, καθώς το κατώφλι του πέρασαν πολύ μεγάλες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και πολιτικού κόσμου τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Αποτελεί, δε, το υψηλότερης αξίας ακίνητο περιουσιακό στοιχείο που άφησε πίσω του ο Μίκης Θεοδωράκης, φεύγοντας από τη ζωή, στα 96 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια τεράστιας εμβέλειας καλλιτεχνική και κοινωνικοπολιτική διαδρομή χάρη στην οποία, δικαίως, εξασφάλισε μια θέση στη σφαίρα της αιωνιότητας.

Μέσα από την παραπάνω ιστορία, όμως, επιβεβαιώνεται και αυτό που γνώριζαν καλά όσοι βρίσκονται στο στενό περιβάλλον της οικογένειας. Οτι δηλαδή η Μυρτώ διαχειριζόταν οτιδήποτε είχε να κάνει με τα οικονομικά και πρακτικά θέματα, καθώς η σχέση του Μίκη με τα χρήματα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν τον ενδιέφεραν και δεν ήταν διατεθειμένος να σπαταλήσει χρόνο από τις πολύτιμες ασχολίες του, την τέχνη του και τους αγώνες του. Τον πρώτο λόγο σε αυτά, τουλάχιστον όσο τής το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας της, τον είχε πάντα η αγαπημένη του σύντροφος και μητέρα των παιδιών του.
Ο Μίκης με τη σύζυγό του Μυρτώ, η οποία για πολλά χρόνια διαχειριζόταν τα οικονομικά τους

Ασχολήθηκε ίσως λίγο παραπάνω, από μεράκι και μόνο, με το εξοχικό σπίτι που απέκτησαν, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο Βραχάτι Κορινθίας. Εκεί, μπροστά στη θάλασσα, μέσα σ’ ένα κτήμα περίπου τεσσάρων στρεμμάτων, είχε περάσει πολλά από τα καλοκαίρια του, φιλοξενώντας συχνά αγαπημένους φίλους και συνεργάτες και διοργανώνοντας, σχεδόν κάθε χρόνο, μια μεγάλη γιορτή για τα γενέθλιά του. Μεταξύ άλλων είχαν περάσει από το σπίτι αυτό ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Χαρίλαος Φλωράκης, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη κ.ά. Στην ίδια περιοχή, ακριβώς απέναντι από το πετρόχτιστο παραθαλάσσιο αγροτόσπιτο, η οικογένεια Θεοδωράκη αγόρασε, αρκετά χρόνια αργότερα, ένα μεγαλύτερο κτήμα όπου βρίσκεται το σπίτι που έχει επιλέξει να ζει μόνιμα πλέον η κόρη του, Μαργαρίτα Θεοδωράκη.
Παλαιότερα, και όσο τα τέσσερα αγόρια που απέκτησε με τον πρώην σύζυγό της Δημήτρη Παπαγγελίδη ήταν μικρά, ζούσε πολύ κοντά στους γονείς της, σε ένα νεοκλασικό σπίτι που είχε αγοράσει για εκείνη ο πατέρας της, στην περιοχή της Ακρόπολης και σήμερα φιλοξενεί έναν από τους γιους της με την οικογένειά του.

Για αρκετές δεκαετίες η οικογένεια Θεοδωράκη διατηρούσε, επίσης, ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, στο κέντρο της πόλης, όπου κατέφυγαν και διέμειναν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Και σε αυτό γράφτηκαν σπουδαία μουσικά έργα και πραγματοποιήθηκαν ιστορικές συναντήσεις, με πρωταγωνιστές μεγάλους ερμηνευτές, ποιητές και πολιτικούς. Το συγκεκριμένο σπίτι πουλήθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας και το ποσό που εισπράχθηκε -οι πληροφορίες κάνουν λόγο για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ- ο Μίκης το διαμοίρασε στα παιδιά του. Δυστυχώς, εκείνη την εποχή η κατάσταση της υγείας της Μυρτώς είχε ήδη επιδεινωθεί και δεν μπορούσε να συνεχίζει να διαχειρίζεται τα οικονομικά, με τις ευθύνες, τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις να περνούν, κατά κύριο λόγο, στη Μαργαρίτα Θεοδωράκη.

Η ίδια είχε ήδη αρχίσει να μιλά δημόσια για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, με αποκορύφωμα την ανάρτηση που έκανε, το φθινόπωρο του 2020, στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook, όπου ανέφερε πως ζει χωρίς ρεύμα και δεν μπορεί να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες διαβίωσης της ίδιας αλλά και των δεκάδων αδέσποτων ζώων που φιλοξενεί στο σπίτι στο Βραχάτι. Η ανάρτηση εκείνη είχε δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στον Μίκη Θεοδωράκη, καθώς υπήρξε πάντα άνθρωπος που δεν ήθελε να συζητιέται το όνομά του για θέματα που σχετίζονται με την ιδιωτική ζωή της οικογένειάς του.

O Mίκης Θεοδωράκης στο γραφείο του, στο σπίτι του στην Αθήνα, με φόντο την Ακρόπολη.

Τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ο συνθέτης κάποιων από τα πλέον γνωστά αλλά και εμπορικά μουσικά έργα στην Ιστορία, όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας δισκογραφίας. Το εμβληματικό «Αξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, συμπεριλαμβάνεται σταθερά, από το 1964 που πρωτοκυκλοφόρησε μέχρι σήμερα, στην πρώτη δεκάδα των πιο εμπορικών ελληνικών δίσκων όλων των εποχών έχοντας ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο πωλήσεις.

Παράλληλα, ο «Ζορμπάς», το θρυλικό συρτάκι που έγραψε για την ομώνυμη, βραβευμένη με Οσκαρ ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, με πρωταγωνιστή τον Αντονι Κουίν, και συμπεριλήφθηκε στο soundtrack που κυκλοφόρησε το 1965 αποτελεί τον ανεπίσημο ελληνικό εθνικό μας ύμνο στο εξωτερικό. Από άκρη σε άκρη της Γης ο αργόσυρτος αυτός ρυθμός, που εξελίσσεται σε ένα διονυσιακό χορευτικό ξέσπασμα με οδηγό τον ήχο του μπουζουκιού είναι ταυτισμένος με την Ελλάδα, τους Ελληνες και το μοναδικό ταμπεραμέντο τους και ξεσηκώνει τα απανταχού πλήθη.

Τα παραπάνω αποτελούν τα δύο πιο δημοφιλή αλλά και πολυπαιγμένα διεθνώς έργα του Μίκη Θεοδωράκη και ταυτόχρονα ένα σημαντικό κομμάτι από το σύνολο των πνευματικών δικαιωμάτων που δικαιούται. Τα πνευματικά δικαιώματα από το πλουσιότατο προσωπικό του ρεπερτόριο εξάλλου ήταν και η μοναδική πηγή εσόδων του, τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες που έχει σταματήσει να δίνει συναυλίες και είχε περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τη δισκογραφική του δραστηριότητα.

Εδώ και πολλά χρόνια ο συνθέτης έχει παραχωρήσει τη διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων του στον γαλλικό οργανισμό SACEM, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον ετήσιο υπολογισμό της χρήσης του ρεπερτορίου αποκλειστικά στο εξωτερικό και της συνακόλουθης απόδοσης των χρημάτων που προβλέπει η σύμβαση που έχει υπογραφεί ανάμεσά τους.

Οσον αφορά τα της Ελλάδας, μετά την αναστολή λειτουργίας της ΑΕΠΙ, λόγω κακοδιαχείρισης, το 2018, τα πνευματικά δικαιώματα του μουσικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, που χρησιμοποιείται εντός συνόρων, έχει αναλάβει, μετά τη δική του επιθυμία, ο νεοσύστατος Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης ΕΔΕΜ.

Tο σπίτι του Μίκη στο Βραχάτι

Οπως συνέβη ωστόσο με όλους τους Ελληνες δημιουργούς, έτσι και ο Μίκης Θεοδωράκης επηρεάστηκε άμεσα από το μεγάλο χρονικό διάστημα της μετάβασης από τον ένα οργανισμό στον άλλον, καθώς τα δικαιώματα δεν εισπράττονταν ούτε αποδίδονταν στους δικαιούχους για πολύ καιρό, ούτε γίνονται οι απαραίτητες έρευνες για τη χρήση του ρεπερτορίου του κάθε καλλιτέχνη.

Οπως είχε δηλώσει η Μαργαρίτα Θεοδωράκη πριν από λίγους μήνες, ο πατέρας της είχε να εισπράξει δικαιώματα από το 2017 οπότε ξέσπασε το οικονομικό σκάνδαλο της ΑΕΠΙ, ενώ το ποσό που του καταβλήθηκε τελικά από την ΕΔΕΜ αντιπροσώπευε ένα μικρό κομμάτι από το συνολικό που δικαιούταν. Κι ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις ατόμων από τον χώρο, το ύψος των ετήσιων πνευματικών δικαιωμάτων από τη χρήση του ρεπερτορίου του, τουλάχιστον στο εξωτερικό, έφτανε στο παρελθόν σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, η διεθνής μάστιγα της πειρατείας και η διεθνής κρίση που διέρχεται η δισκογραφία σε συνδυασμό με την επικράτηση της ηλεκτρονικής αγοράς και στον τομέα της μουσικής έχουν οδηγήσει, εδώ και αρκετά χρόνια, στην κατακόρυφη μείωσή τους.

Στην παραπάνω διεθνή συγκυρία προστέθηκε και η μεγάλη κρίση που διέρχεται ο τομέας της διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων στη χώρα μας την τελευταία πενταετία, αλλά και η αδυναμία πραγματοποίησης συναυλιών με έργα του Μίκη Θεοδωράκη, λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας. Αρκεί να σημειώσουμε πως με τα νέα οικονομικά και υγειονομικά δεδομένα που επικρατούν στη χώρα μας την τελευταία διετία τα έσοδα από πνευματικά δικαιώματα για τους δέκα πιο δημοφιλείς δημιουργούς κινούνται μεταξύ 15.000 και 30.000 ευρώ τον χρόνο!

Με λίγα λόγια, ο πιο παραγωγικός και δημοφιλής σε παγκόσμιο επίπεδο Ελληνας συνθέτης δεν ήταν πλούσιος, όπως ίσως να θεωρούσαν κάποιοι. Διέθετε μεν μια ακίνητη περιουσία για την οποία ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει επαυξημένη φορολογία, όπως όλοι οι Ελληνες πολίτες, αλλά τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια βιοποριζόταν αποκλειστικά από τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του, όσα και όποτε τα εισέπραττε. Υπεύθυνους για τις σχετικές συνεννοήσεις είχε ορίσει την επί σειρά ετών γραμματέα του Ρένα Παρμενίδου και τον δικηγόρο του. Ο Μίκης Θεοδωράκης, λοιπόν, ζούσε μια λιτή μεν, αξιοπρεπή δε, ζωή χωρίς ουδέποτε να έχει εκφράσει το παραμικρό παράπονο.

Τώρα πλέον, μετά τον θάνατό του, ο νόμος ορίζει πως το 75% των πνευματικών δικαιωμάτων από τα έργα του περνά στα δυο παιδιά του, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο, και το υπόλοιπο 25% στη σύζυγό του Μυρτώ. Ο ίδιος, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε τακτοποιήσει και διαμοιράσει τα περιουσιακά του στοιχεία στους κληρονόμους του εδώ και αρκετά χρόνια.

Παρ’ όλα αυτά, μετά την πρόσφατη αποκάλυψη της πολιτικής διαθήκης σχετικά με τις λεπτομέρειες της κηδείας του, την οποία συνέταξε πριν από περίπου 1,5 χρόνο, χρίζοντας εκτελεστές της, όχι τα παιδιά του, αλλά τον στενό του φίλο Γιώργο Αγοραστάκη και τη Ρένα Παρμενίδου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχει και άλλη πρόσφατη διαθήκη που να αφορά την περιουσία του. Ειδικότερα δε τη διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του που αποτελεί μια προσοδοφόρα μεν αλλά εξαιρετικά ευαίσθητη και απαιτητική διαδικασία που απαιτεί γνώση και, κυρίως, σεβασμό σε όσα πολύτιμα πολιτιστικά και κοινωνικά αγαθά ο ίδιος κληροδότησε στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πηγή: protothema.gr