Ανέστης Βλάχος: Η δύσκολη, αλλά γεμάτη ζωή του – Το δέσιμό του με τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Έλλη Λαμπέτη
«Έφυγε» ο πιο διάσημος «κακός» του ελληνικού κινηματογράφου - Τα χρόνια της φτώχειας και της ορφάνιας στη Δράμα, η απώλεια του δεύτερου παιδιού τουΕίναι πρωί, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Σε ένα καφενείο της Πλατείας Βικτωρίας κάθονται δύο φίλοι, πίνουν καφέ και τα λένε. Τα βλέμματα των περαστικών πέφτουν διαρκώς πάνω τους καθώς πρόκειται για δύο πολύ γνωστούς ηθοποιούς του ελληνικού σινεμά, τον Νίκο Ξανθόπουλο και τον πιο διάσημο κινηματογραφικό «κακό», Ανέστη Βλάχο. «Νίκο, τι κάθεσαι δίπλα του; Θα σε σκοτώσει!» φωνάζουν τρομαγμένες δύο ηλικιωμένες απευθυνόμενες στον Ξανθόπουλο, επηρεασμένες από τα κινηματογραφικά εγκλήματα του ανθρώπου που κάθεται δίπλα του. «Τι λέτε, κυρίες μου, ο Ανέστης είναι το κουμπαράκι μου, το φιλαράκι μου, τον αγαπώ» τούς απαντά με ήρεμο ύφος εκείνος υπονοώντας ξεκάθαρα πως ο άνδρας που έχει απέναντί του δεν είναι ικανός να πειράξει ούτε κουνούπι!
Πράγματι, ο Ανέστης Βλάχος, που έφυγε το πρωί από τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία, στην αληθινή ζωή δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τους σκληρούς, τους νταήδες, του κακούς και αιμοβόρους τύπους που ενσάρκωνε στη μεγάλη οθόνη. Ήταν ένας απλός, γλυκός άνθρωπος, που πάσχισε για να καταφέρει όσα κατάφερε, πόνεσε πολύ αλλά και αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Ένας παθιασμένος χαρακτήρας που στήριζε με θέρμη τα πιστεύω του και στεκόταν σαν βράχος στο πλευρό των δικών του ανθρώπων.
Τα δύσκολα για εκείνον ξεκίνησαν από τα παιδικά του κιόλας χρόνια. Η φτώχεια μάστιζε το σπιτικό που μεγάλωνε στην Προσοτσάνη της Δράμας ενώ ήταν δεν ήταν έξι χρονών όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε το ’40 στο Αλβανικό μέτωπο. Ο μικρός Ανέστης θα βγάλει τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού στο Ορφανοτροφείο της Δράμας και το 1946 θα κατέβει με τη μητέρα του στην Αθήνα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Και στην πρωτεύουσα όμως τα πράγματα συνεχίζουν να είναι δύσκολα. Ο αγώνας για την επιβίωση σκληρός. Ο νεαρός Ανέστης αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τον ίδιο και η μητέρα του. Ακόμη κι όταν αποφασίζει να γίνει ηθοποιός και γράφεται στη Σχολή Σταυράκου, αποφοιτά και κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα δεν σταματά να κάνει μεροκάματα όπου βρει.
Πώς έχασε το μάτι του
Σε ένα από εκείνα τα δύσκολα μεροκάματα στην οικοδομή θα χάσει για πάντα κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, το ένα του μάτι. Προσπαθώντας κάποια στιγμή να καρφώσει μια πρόκα, τραυματίζεται στο δεξί μάτι. Αρχικά το χτύπημα δεν φαίνεται σοβαρό και δεν ανησυχεί ιδιαίτερα ούτε τον ίδιο ούτε τους γιατρούς. Στην συνέχεια όμως παθαίνει μόλυνση και το 50% της όρασής του χάνεται οριστικά και διά βίου προκαλώντας του μεγάλο σοκ και αλλάζοντας ριζικά την ποιότητα ζωής του χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον λυγίσει και να σταθεί εμπόδιο στην μετέπειτα εξέλιξή του. Αντιθέτως η ισόβια αυτή πληγή ενσωματώνεται απόλυτα στον ερμηνευτικό χαρακτήρα του αποτελώντας μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, υποκριτικό εφόδιο.
Σε εκείνη τη δύσκολη περιπέτεια που πέρασε μετά το ατύχημα έχει διαρκώς στο πλευρό του, σαν φύλακες – αγγέλους του, ένα από τα διασημότερα και πιο ταλαντούχα ζευγάρια της μεγάλης οθόνης, την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν. Με την Λαμπέτη έχει ήδη συνεργαστεί στο «Κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη και ανάμεσά τους έχει αναπτυχθεί μια ισχυρή φιλία. «Με φρόντιζαν και με πήραν στο σπίτι τους, σε ένα μικρό δωματιάκι μέχρι να γίνω εντελώς καλά» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος πολλές φορές τρέφοντας ισόβια ευγνωμοσύνη απέναντί τους.
Οι 200 ταινίες
Μπορεί ο Ανέστης Βλάχος να ερμήνευσε κατά κύριο λόγο δεύτερους ρόλους, η παρουσία του στον ελληνικό κινηματογράφο ωστόσο ήταν μακροχρόνια και εντατική δεδομένου ότι συμμετείχε σε περισσότερες από 180 ταινίες. Ανάμεσά τους και Η κατάρα της μάνας» του Βασίλη Γεωργιάδη (1961), «Το σπίτι της ηδονής» του Γιώργου Ζερβουλάκου (1961), «Μικρές Αφροδίτες» του Νίκου Κούνδουρου (1963), «Η Κύπρος στις φλόγες» του Ερρίκου Θαλασσινού (1964), «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου (1964), «Με τη λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη, «Κιέριον» του Δήμου Θέου (1968), «Ληστεία στην Αθήνα» του Βαγγέλη Σερντάρη (1969), «Στο Δρόμο του Λαμόρε» του Δημήτρη Μαυρίκιου (1979), «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» του Θόδωρου Μαραγκού (1980), «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζήμα (1980), «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» του Γιάννη Φαφούτη (1981), «Αυτόπτης Μάρτυς» του Μάρκου Χολέβα (1993) και «Lilly’s Story» του Ροβήρου Μανθούλη (2002). Ενδιαμέσως δούλεψε και στο θέατρο συμμετέχοντας σε κάποιες παραστάσεις με παρθενική το ««Θάψτε τους νεκρούς».
Φωτεινό σταθμός στην καριέρα του αποτέλεσε ο πρωταγωνιστικός ρόλος που ενσάρκωσε στην ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο Φόβος» (1966) για την οποία μάλιστα απέσπασε τιμητική διάκριση στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Τυνησίας. Πρόκειται για μια ταινία γυρισμένη στους βάλτους της Κωπαΐδας που αναφέρεται στα καταπιεσμένα ήθη μιας απομονωμένης μεγαλοαγροτικής οικογένειας. Ο σπουδαίος Αλέξης Δαμιανός υποδύεται τον σκληρό πατέρα και ο Ανέστης Βλάχος τον καταπιεσμένο προσωπικά και σεξουαλικά γιο από τον πρώτο του γάμο.
«Εγώ είμαι ρολίστας. Δεν μπορείς να με κατατάξεις ούτε στους δραματικούς ούτε στους κωμικούς ηθοποιούς. Εμένα μου έμεινε η στάμπα του σκληρού λόγω της φυσιογνωμίας μου κι έτσι οι σκηνοθέτες μου έδιναν συνεχώς ρόλους για να παίξω» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Η οικογένεια και η οδυνηρή απώλεια ενός παιδιού
Ο Ανέστης Βλάχος έκανε δύο γάμους. Από τον πρώτο, με την τραγουδίστρια Αναστασία Παπανδρώνη, απέκτησε ένα γιο, τον Ηρακλή Βλάχο και μία κόρη, την οποία έχασε σε ηλικία μόλις τριών ετών! «Μικρό παιδάκι, ήταν 3 χρονών, ήταν ένας άγγελος…Πολύ με σημάδεψε… Το «χάσαμε» από παράτυφο, είναι μια αρρώστια σαν τον τύφο» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Η δεύτερή σύζυγός του, η ηθοποιός Μαρία Γαρίτση, του χάρισε μια κόρη, την Έλλη η οποία ακολούθησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου.
Η πολιτική και η λατρεία για το ΠΑΣΟΚ
Πιθανότατα λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν πως ο Ανέστης Βλάχος υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Όπως είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του, ήταν ο ιδρυτής της πρώτης τοπικής του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα για να συνεχίσει την πολιτική του δράση και στους συνδικαλιστικούς κόλπους του κλάδου του, των ηθοποιών. Το 1977 μάλιστα κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής του κόμματος στη Β’ Αθηνών ενώ ένα χρόνο αργότερα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων με την παράταξη του Δημήτρη Μπέη.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που τον έσπρωξαν στην ενεργό ενασχόληση με την πολιτική; Ο ίδιος είχε απαντήσει ξεκάθαρα στο παραπάνω ερώτημα: «Δεν πήγα στο ΠΑΣΟΚ για να βγάλω λεφτά. Πήγα για να βάλω το λιθαράκι μου και ν’ αλλάξει η Ελλάδα. Ήθελα την ανατροπή, που την έφερε ο Αντρέας Παπανδρέου. Ο λαός με τον Αντρέα έφαγε ψωμάκι».
Πηγή: protothema.gr
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.