Η Γωγώ Μπρέμπου γράφει για την αγαπημένη της Σέριφο
Η ηθοποιός Γωγώ Μπρέμπου γράφει για τη δική της Σέριφο
Όταν είσαι δεκαεννιά χρονών, όλα σου φαίνονται απολύτως σημαντικά, πολύ απλά και διαρκώς φλεγόμενα. Έτσι λοιπόν, τότε, εκείνο το καλοκαίρι, πήγα στη Σέριφο, όπου πάντα φυσάει πολύ, έχει πανέμορφα ακρογιάλια και μια χώρα κάτασπρη, ριγμένη σαν από τον άνεμο ψηλά στον λόφο, μήπως και γίνει αυτό που έγραψε ο ποιητής. Στη ραχοκοκαλιά της Σέριφος όλα τα πυροβόλα παθαίνουν αφλογιστία.
Ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής κι ένιωθα ότι όλοι είχαν οπλιστεί εναντίον μου. Οικογένεια, σχέσεις, απαιτήσεις σπουδών και άλλα. Μόνο με την κοινωνία δεν τα ’χα βάλει ακόμα, δεν είχα περάσει ακόμα στο γενικό κατηγορητήριο που έχουν οι μεγαλύτεροι.
Αποφάσιζα μόνο για μένα και κατηγορούσα αυτό που μου έφταιγε κάθε φορά. Κι έφυγα. Όχι για διακοπές. Σιγά μη ζητούσα λεφτά απ’ τους γονείς μου. ΟΧΙ. Τι σόι ενήλικας είμαι αν δεν μπορώ να υποστηρίξω οικονομικά τον εαυτό μου; Θα δούλευα λοιπόν. Στο Καρνάγιο καφέ μπαρ, όπου υπάρχει ακόμα βέβαια. Με ψάθα αντί για τέντα στην αυλή και τραπεζάκια έξω ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα. Με κλασική μουσική 9 η ώρα το πρωί και μετά Doors, Σαββόπουλο, Πορτοκάλογλου, Stones και Joy Division. Εκεί έμαθα να φτιάχνω καταπληκτικές ομελέτες, κοκτέιλ, όπως επίσης να έχω θάρρος. Νοίκιασα για όλο το καλοκαίρι ένα τρίκλινο δωμάτιο στο ξενοδοχείο που είχε ο πατέρας της Άννας, φίλης της αδελφής μου. Ένα δωμάτιο που έβλεπε πίσω στην αυλή μιας εκκλησίας και σ’ ένα στενό δρομάκι. Μια ντουλάπα καρυδένια, τα κρεβάτια, κανένα κομοδίνο. Λοιπόν με τα λίγα φτιάχνεις πολλά και μέσα στην τόση ομορφιά του νησιού δεν χρειαζόμουν τίποτα απ’ ό,τι είχα ανάγκη πριν. Ένιωθα ότι έχω το ωραιότερο εξοχικό του κόσμου. Κι ως φρέσκια οικοδέσποινα φιλοξένησα όλους μου τους φίλους, γνωστούς, την αγαπημένη μου θεία, τις αδελφές μου και μια γαλλίδα τουρίστρια συνομήλικη που είχε βρει καταφύγιο στην αυλή της εκκλησίας.
Το απόγευμα στις 7, όταν σχολούσα, πήγαινα για μπάνιο. Στα Λιβαδάκια, τις άλλες παραλίες δεν τις προλάβαινα από ήλιο. Κι ας με περίμεναν υπομονετικά η Βασούλα κι η Πασχαλιά ή ο Αντώνης με την Παυλίνα, που είχαν αμάξι, να πάμε μαζί.
Ναι, η ηλικία που περιμένεις τους φίλους σου. Και σε περιμένουν κι αυτοί. Και μοιράζεσαι και δεν κουράζεσαι.
Γιατί είναι απορίας άξιον, εγώ πού κοιμόμουν όταν φιλοξενούσα ειδικά τους φίλους μου που ήταν ζευγάρια; Λοιπόν ξενυχτούσα σαν να μην υπάρχει αύριο στο Μεταλλείο, όπου άκουσα και χόρεψα κυρίως τις ωραιότερες μουσικές της ζωής μου. Όταν ο Παντελής έβαζε μια μουσική πιο αργή, κοιταζόμασταν και λέγαμε «Άσ’ το, αυτό δεν χορεύεται. Σ’ αρέσει κανένας;». Εκεί έμαθα απ’ την αγαπημένη μου φίλη Νίκη ότι ο Σπύρος που μου άρεσε λέγοντάς μου «Γεια» εννοούσε πάρα μα πάρα πολλά. «Μα ένα “Γεια” είπε μόνο!» «Ναι, αλλά ΠΩΣ το είπε»!
Πηγή:athensvoice.gr
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.