Δύσκολες ώρες για την δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Τσόλκα
“Ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει….” Δύσκολες ώρες για την αγαπημένη δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Τσόλκα, ο οποία έχασε την πολυαγαπημένη της μητέρα, Μαρία. Η Αλεξάνδρα δεν είναι πολλά χρόνια που […]“Ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει….”
Δύσκολες ώρες για την αγαπημένη δημοσιογράφο Αλεξάνδρα Τσόλκα, ο οποία έχασε την πολυαγαπημένη της μητέρα, Μαρία.
Η Αλεξάνδρα δεν είναι πολλά χρόνια που αναζητώντας ένα καλύτερο και ελπιδοφόρο μέλλον για τα παιδιά της αποφάσισε με τον σύζυγο της Γιάννη να αφήσουν πίσω τους την Ελλάδα και να κάνουν μια νέα αρχή στην Αμερική.
Έτσι η δημοσιογράφος και συγγραφέας έφυγε με την οικογένεια της αφήνοντας πίσω της με πόνο καρδιάς την αγαπημένη της μανούλα και τον μονάκριβο αδελφό της.
Και στην πλούσια μα τόσο μακρυνή Βοστώνη, εκείνη, ο Γιάννης η Ειρήνη της και το Μαράκι-με το όνομα της αγαπημένης μάνας και γιαγιάς-έστησαν το νέο σπιτικό τους μακριά από πρόσωπα γνώριμα και αγαπημένα.
Και πλέον αφού τακτοποιήθηκαν σε νέο σπίτι, νέες δουλειές και καινούργια σχολεία, η Ελλάδα και όσοι άφησαν πίσω ήταν η μόνη κρυφή λαχτάρα.
Η Αλεξάνδρα ζούσε για την στιγμή που θα αντάμωνε ξανά με την μάνα την αγαπημένη, την μια και μοναδική για κάθε έναν, την μάνα που είναι πάντα γιατρικό σε κάθε πόνο, ελπίδα σε κάθε δυσκολία και φως σε κάθε σκοτάδι…
Όλα πήγαν καλά για την Αλεξάνδρα και η τόλμη της να τα αφήσει όλα και να ξεκινήσει από το μηδέν την δικαίωσε… Πλέον τα κορίτσια της θα έχουν μέλλον, ευκαιρίες, δρόμο ανοιχτό μπροστά τους.
Μόνο να, που η μάνα- Μαρία δεν πρόλαβε να δει τελευταία φορά την Αλεξάνδρα της, την Ειρήνη την όμορφη εγγόνα της και το Μαράκι που έχει το όνομα της Παναγιας και το δικό της…
Και η Αλεξάνδρα δεν είχε την ευκαρία να αποχαιρετήσει και να ευχαριστήσει την μάνα που της χάρισε ζωή, που την μεγάλωσε και την καμάρωσε και μόνο για κείνη και τον αδελφό της ζούσε.
Αυτό το “Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμό” δεν το άκουσε…δεν είχε την ευκαιρία να αφήσει ένα τελευταίο φιλί στα λευκά μαλλιά… να χαιδέψει απαλά τα χέρια που νανούρισαν, αγκάλιασαν, τάισαν, προστάτεψαν…δεν μπόρεσε να σκύψει και να σιγοψιθυρίσει στη μάνα το τελευταίο μα πιο δυνατό “σ’ αγαπώ”, το πονεμένο “καλό ταξίδι”, το πιο μεγάλο “ευχαριστώ”και να δώσει υπόσχεση παντοτινή “δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!”.
Η Αλεξάνδρα που είναι συνάδελφος μας, μα πάνω απ’ όλα φίλη μας μπόρεσε μονάχα αυτό να γράψει από την όμορφη, πλούσια,μα τόσο μακρυνή αυτές τις ώρες Βοστόνη:
“Κανείς ποτέ δε θα καταλάβει πως είναι να λατρεύεις και να μη μπορείς να φιλήσεις χείλη για τελευταία φορα, να μη χαϊδεψεις, να μη αγγιξεις, να μη μυρίσεις τα μαλλιά… κανείς ποτέ… ουτε τα λουλουδια δεν επιτρεπονται, τα μικρα γαρυφαλάκια που της αρεσαν, τα ροζ τριανταφυλλα, τα γιασεμια… και εγω εναν ωεκανο απο τα χειλη της μακρια…”