Εγκλήματα που συγκλόνισαν: O φόνος της Αλεξάνδρας «που ‘λεγε πως δεν ξέρει τι θα πει άντρας»
Η εν ψυχρώ δολοφονία της 21χρονης Αλεξάνδρας Μυλωνάκου από τον νταή θείο της που συντάραξε την Αθήνα του 1961 και έγινε ρεμπέτικο τραγούδιΗ συγκλονιστική δολοφονία της 21χρονης Αλεξάνδρας Μυλωνάκου υπήρξε μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα, φτάνοντας μάλιστα να γίνει και τραγούδι το οποίο ακούγεται μέχρι και στις μέρες μας. Το φρικτό αυτό έγκλημα δείχνει ανάγλυφα τα σκληρά ήθη της εποχής και την εξαιρετικά δυσχερή θέση που βρισκόταν η γυναίκα απέναντι στην ισχύ του ανδρικού φύλου.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
***
Τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα αφορούσαν την νεαρή Αλεξάνδρα Μυλωνάκου. Η κοπέλα είχε γεννηθεί στη Μάνη και είχε μεγαλώσει μαζί με τη μητέρα της Κούλα και τα αδέλφια της μέσα σε δύσκολες συνθήκες, καθώς ο πατέρας της οικογένειας είχε πεθάνει από καρκίνο. Μόλις έγινε 21 ετών η μητέρα της την έστειλε στην αδελφή της στην Αθήνα, για να μάθει την τέχνη της ραπτικής ενώ είχε βρει και ένα νεαρό αγόρι με το οποίο αρραβωνιάστηκε.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν, η Αλεξάνδρα ήταν ένα φρέσκο και όμορφο κορίτσι, με μόνα ενδιαφέροντα την παρακολούθηση των μαθημάτων της μοδίστρας και την τακτοποίηση του σπιτιού της θείας της, μια και εκτελούσε και χρέη οικονόμου, όπως συχνά συνέβαινε εκείνες τις ημέρες. Ήταν επίσης πολύ ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της, τον 23χρονο Βασίλη, με τον οποίο είχαν ορίσει ημερομηνία γάμου στις 23 Απριλίου του 1961, όταν αυτός θα απολυόταν από το Ναυτικό.
Όλη η οικογένεια της θείας της ζούσε στον οδό Προποντίδος στο Αιγάλεω, σε ένα από τα προσφυγικά σπίτια που υπήρχαν και φιλοξενούσαν τις φτωχές οικογένειες. Στο ίδιο σπίτι έμεναν επίσης τα δύο μικρά παιδιά της θείας της, 3 και 4 ετών, ενώ λίγες ημέρες πριν από το σκληρό φονικό είχε έρθει και ο αδελφός της Αλεξάνδρας, ο Δημήτρης, ο οποίος είχε φτάσει στην Αθήνα για να κανονίσει κάποιες δουλειές.
Στο σπίτι μπαινόβγαινε και ο θείος της Γιώργος Μυλωνάκος, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος με πολύ βεβαρημένο μητρώο, έχοντας πολλές δοσοληψίες με την Αστυνομία όντας «νταής» και καβγατζής και με έντονη ροπή προς την κατάχρηση αλκοόλ. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως παρότι την εποχή εκείνη αν πέθαινε ο πατέρας μιας οικογένειας, η φροντίδα μεταφερόταν αυτόματα στον αδελφό του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του χαρακτήρα του Γιώργου Μυλωνάκου, αυτή η υποχρέωση μεταφέρθηκε στον αδελφή του νεκρού πατέρα.
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο της καθημερινότητας, ο θείος της Αλεξάνδρας ήρθε να της προσθέσει και επιπλέον προβλήματα. Άρχισε να την παρενοχλεί ερωτικά και να γίνεται φορτικός σε τέτοιον βαθμό που είχε κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη ζωή της νεαρής κοπέλας, η οποία δεν μπορούσε να αποκαλύψει σε κανέναν τα βάσανά της. Κανείς όμως δεν περίμενε ότι η κατάσταση θα έφτανε στο φοβερό φονικό που έγινε τη νύχτα της 25ης Μαρτίου του 1961.
Εκείνο το βράδυ, ο Γιώργος Μυλωνάκος μπήκε στο σπίτι της οικογένειας μεθυσμένος και, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αλεξάνδρας, αποπειράθηκε να τη βιάσει. Εκείνη, όμως, αντιστάθηκε σθεναρά, κάτι που εκνεύρισε τον Μυλωνάκο, ο οποίος πήγε στο σπίτι που διέμενε με την ερωμένη του και επέστρεψε κρατώντας μια καραμπίνα. Ξαναμπήκε στο σπίτι, προχώρησε στο δωμάτιο όπου κοιμόντουσαν τα παιδιά και πάνω στο κρεβάτι που βρισκόταν η Αλεξάνδρα και τα δύο μικρά κοριτσάκια, εκτέλεσε εν ψυχρώ με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι την Αλεξάνδρα.
Ο πυροβολισμός μέσα στη νύχτα αναστάτωσε τη γειτονιά και όσοι έφτασαν εκεί βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα, με τη νεαρή κοπέλα να βρίσκεται ξαπλωμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (ιδίως τα μικρά κοριτσάκια που κοιμόντουσαν δίπλα της) να βρίσκονται σε κατάσταση σοκ.
Την επόμενη μέρα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είχαν την υπόθεση της Αλεξάνδρας σε περίοπτη θέση, προκαλώντας το πανελλήνιο ενδιαφέρον γι’ αυτή την άτυχη νεαρή κοπέλα. Ο Μυλωνάκος πήγε και παραδόθηκε στην Αστυνομία, λέγοντας ότι σκότωσε την ανιψιά του για λόγους τιμής. Όπως είπε ο ίδιος στην ανάκριση, είχε πληροφορηθεί ότι η ανιψιά του είχε σχέσεις με άλλους άνδρες και είχε προχωρήσει σε διάλυση του αρραβώνα της.
Εκείνο το βράδυ, στις 2 τα ξημερώματα, την επισκέφτηκε για να τη ρωτήσει αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, όμως εκείνη του απάντησε ότι θα ζούσε τη ζωή της όπως ήθελε. Αυτό εξόργισε τον Μυλωνάκο ο οποίος σήκωσε την καραμπίνα και την πυροβόλησε. Από την ιατροδικαστική έρευνα, πάντως, είχε προκύψει ότι η δολοφονία έγινε ενόσω η Αλεξάνδρα βρισκόταν στον ύπνο της. Τα βάσανα της Αλεξάνδρας δεν τελείωσαν όμως εκεί, καθώς η οικογένειά της δεν είχε χρήματα ούτε για την κηδεία της, με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Δήμος Αθηναίων την ταφή της στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η δίκη του Μυλωνάκου, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε τεράστια αίσθηση σε όλη την Ελλάδα, με τις εφημερίδες της εποχής να μεταφέρουν όλο το παρασκήνιο αυτής της φοβερής δολοφονίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ αυτών και η μητέρα της, υποστήριξαν ότι ο Μυλωνάκος είχε κάνει αφόρητη τη ζωή της Αλεξάνδρας με τις ανήθικες προτάσεις του. Ενώ οι μάρτυρες υπεράσπισης επέμεναν ότι η Αλεξάνδρα ήταν αυτή που προκαλούσε με τον χαρακτήρα της.
Μια γραμμή που πέρασε και σε ένα ευρύ μέρος της κοινής γνώμης, ενδεικτικό των διαφορετικών ηθών που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Ο Μυλωνάκος, πάντως, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών, 10 χρόνια στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων και αποζημίωση 10.000 δραχμών στην οικογένεια.
Η υπόθεση της Αλεξάνδρας πέρασε και στη λαϊκή κουλτούρα, με ένα τραγούδι που ακούγεται ακόμα και σήμερα. Οι στίχοι και η μουσική ήταν του Κώστα Γιαννίδη και η πρώτη εκτέλεση έγινε από τον Βαγγέλη Περπινιάδη, ο οποίος το έκανε μεγάλο σουξέ. Έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε κάποιους στίχους για να αντιληφθούμε την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ του σήμερα και των ηθών της εποχής και τον άδικο τρόπο με τον οποίο η λαϊκή δοξασία αντιμετωπίζει ακόμα και σήμερα την Αλεξάνδρα και όλα όσα τις συνέβησαν.
«Στ’ ορκίζομαι Βαγγέλη μου
Βαγγέλη να σε θάψω
Αυτή θα την εκδικηθώ
Αυτή θα την εκάψω
Για άκουσε τα νέα
Της Αλεξάνδρας
Που μου ‘λεγε “δεν ξέρει
Τι θα πει άντρας”
Κι εχτές τ’ απομεσήμερο
Βγήκε για να ψωνίσει
Κι η ώρα πήγε τέσσερις
Κι ακόμα να γυρίσει
Και ψάχνοντάς και ψάχνοντας
Τη βρήκα στου Μιχάλη
Να παίρνει τα σκονάκια της
Μαζί με το μπακάλη
Και σήμερα ξεκίνησε
Να πάει για τη μοδίστρα
Που κάθεται σ’ ένα στενό
Κοντά στη Βαγγελίστρα
Και μου ‘παν πως την είδανε
Να βγαίνει χέρι χέρι
Μαζί με το Χαράλαμπο
Από το Ροζικλαίρι»
Στο πλαίσιο της αποκατάστασης της αλήθειας και των πραγματικών περιστατικών, η σκηνοθέτιδα Βάσια Ντούλια δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια το 2020 μία «αναθεωρημένη» εκδοχή του τραγουδιού. Σε αυτό το reclaim το περιστατικό με την Αλεξάνδρα μπαίνει στη σωστή του βάση και συζητείται πλέον ως υπόθεση έμφυλης βίας και όχι ως ένα ανάλαφρο ρεμπέτικο τραγουδάκι για διασκέδαση στις ταβέρνες ανά την Ελλάδα.
protothema.gr
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.