Οι σατανιστές της Παλλήνης, η «Μήδεια του Καλαµακίου», η δολοφονία Σεργιανόπουλου: Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Οι δολοφονίες ανατριχιαστικές. Οι μαρτυρίες συγκλονιστικές. Εγκλήματα πάθους και τιμής πρωτοφανούς αγριότητας, παιδοκτονίες και γυναικοκτονίες απίστευτης σκληρότητας, serial killers και διαταραγμένα μυαλά παρελαύνουν σε ένα άλμπουμ μιας αποκλίνουσας Ελλάδας.Η «Μήδεια του Καλαµακίου»
Βράδυ της 27ης Μαϊου 1961 στο Καλαμάκι. Η Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ έπνιξε τα τρία παιδιά της ενώ κοιμούνταν, θέλοντας να εκδικηθεί τον σύζυγό της, τον λοχαγό του αμερικανικού στρατού, Τζολ Μπέικερ, ο οποίος την απατούσε με την Ελληνίδα, Βενετία Σιταρά.
Ο… καλός γάμος
Ξετυλίγοντας από την αρχή το κουβάρι της «Μήδειας από το Καλαμάκι», η Νίτα Μπέικερ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1933 στο Τέξας και στα 18 της παντρεύτηκε τον λοχία Τζολ Μπέικερ. Το 1960 ο σύζυγός της πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και το ζευγάρι μαζί με τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στο Καλαμάκι. Φαινομενικά όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά στη ζωή τους, όμως ο Μπέικερ δεν έβρισκε την ανταπόκριση που θα περίμενε από την σύζυγό του.
«Το αίσθημά μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε», περιέγραψε ο Μπέικερ αργότερα στους αστυνομικούς. Όμως, όπως ισχυρίστηκε αργότερα, η καθημερινότητα τους ήταν, μάλλον, αδιάφορη. «Η διασκέδαση της γυναίκας μου δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό χάσμα. Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη και αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά».
«Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου»
Η Νίτα πάντως, δήλωνε ευτυχισμένη μέχρι τη στιγμή που έμαθε πως ο σύζυγος της διατηρούσε παράνομο δεσμό με μια Ελληνίδα, την Βενετία Σιταρά, η οποία εργαζόταν μαζί του στην αμερικάνικη βάση και του μάθαινε την ελληνική γλώσσα. Η αποκάλυψη του παράνομου δεσμού έγινε όταν η Νίτα πήγε το αυτοκίνητο του συζύγου της στο συνεργείο για επισκευή. Φεύγοντας πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε εκείνος στο πορτμπαγκάζ, μεταξύ αυτών και ένα φάκελο που περιείχε φωτογραφίες στις οποίες είχε απαθανατίσει στιγμές από τις εκδρομές με την ερωμένη του.
«Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη γυναίκα. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου», είπε η 28χρονη τότε Νίτα στην απολογία της ενώπιον της δικαιοσύνης. Όπως περιέγραψε, τους τελευταίους μήνες η ζωή της είχε αρχίσει να αλλάζει και «να γίνεται μια κόλαση». Ισχυρίστηκε ότι ο Τζόελ της φερόταν «σκληρά και ψυχρά» και όταν εκείνη παραπονιόταν, την απειλούσε πως θα ζητήσει μετάθεση για να επιστρέψουν στην Αμερική. «Τα βιβλία μου με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά». Η αποκάλυψη όμως, της παράνομης σχέσης την έκανε να πιστέψει πως «δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου».
Το χρονικό του φρικτού εγκλήματος
Στις 27 Μαΐου, η Νίτα αφού έβαλε για ύπνο τα τρία της παιδιά άνοιξε τη Βίβλο και διάβασε το «επί του όρους ομιλία», εστιάζοντας στη μοιχεία. Αφού έγραψε κάποιες σκέψεις της, σε μορφή επιστολής, τελειοποίησε το έγκλημα στο μυαλό της. Με ένα κορδόνι στραγγάλισε την κόρη της Κίτι. Μετά πήγε στο διπλανό και έκανε το ίδιο και με την άλλη της κόρη της, την Σουζάνα. Ο 8χρονος γιος της ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε, καθώς ξύπνησε όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Ο Τζο την έγδαρε στα χέρια, αλλά δεν κατάφερε να σωθεί. Η τελευταία πράξη ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα, όταν προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της. Με ένα μαχαίρι προσπάθησε να κόψει την καρωτίδα της. Το αίμα κύλησε στον λαιμό της και λιποθύμησε.
Όταν ο Τζόελ επέστρεψε στο σπίτι συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του βρήκε την πόρτα φρακαρισμένη με μια εφημερίδα. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε νεκρική σιγή. Φώναξε τα τρία του παιδιά αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όπου πάνω στο τραπέζι βρήκε μια Βίβλο, με σημεία για τη μοιχεία υπογραμμισμένα. Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών. Ο μικρός του γιος Τζο βρισκόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του και όταν τον ακούμπησε κατάλαβε πως δεν ανέπνεε. «Τον αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα», θα πει αργότερα ο άνδρας, περιγράφοντας πώς βρήκε νεκρή την κόρη του Σουζάνα, «το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο», αλλά και την Κίτι. Ο Μπέικερ ξέσπασε σε κλάματα, καθώς και τα τρία παιδιά του ήταν νεκρά.
Το σημείωμα της Νίτα
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε έναν ανατριχιαστικό σημείωμα: «Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στον οποίο είχε κυλιστεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων του. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τα αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες. Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα.
Πίστευα στα λόγια σου πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογα σου, τώρα όμως, πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις κανέναν να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργια σου. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημα σου».
Η δίκη
Η δίκη της Νίτα Μπέικερ ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961. Το δικαστήριο δέχτηκε την άποψη των ψυχιάτρων πως η γυναίκα διέπραξε το τριπλό φονικό σε πλήρη σύγχυση και διέταξε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο. Δεν έδειξε καμία μεταμέλεια πιστεύοντας πως λύτρωσε τα παιδιά της από τη… στενοχώρια που τα περίμενε. Ο εισαγγελέας Γκαζέτας όμως, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η επανάληψη της δίκης. Την άνοιξη του 1962 η Νίτα Μπέικερ βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη. Αυτή τη φορά ο σύζυγός της ισχυρίστηκε πως δεν διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό, αλλά φιλική σχέση με την Ελληνίδα. Η κατηγορούμενη, στην απολογία της, άλλαξε το αφήγημα της ισχυριζόμενη πως ο σύζυγός της ήταν βίαιος μαζί της και ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με χτυπά» είπε η γυναίκα στο δικαστήριο.
Εμεινε ελεύθερη και επέστρεψε στην Αμερική
Η Νίτα Μπέικερ καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά πήρε χάρη το 1963 και επέστρεψε στην Αμερική. Λίγα χρόνια μετά, έστειλε γράμμα στο δικηγόρο της, Σταύρο Τριανταφύλλου, όπου του έλεγε ότι είχε γίνει καλά και της έλειπε η Ελλάδα.
Η ιστορία της Νίτα Μπέικερ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ζιλ Ντασέν με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη στον Αύγουστο του 1978, με τίτλο «Κραυγή γυναικών». Η ταινία είναι βασισμένη σε μια σύγχρονη διασκευή της Μήδειας του Ευριπίδη, που έκανε ο Μίνως Βολονάκης για το θέατρο. Μια Ελληνίδα ηθοποιός και διάσημη σταρ, η Μάγια (Μελίνα Μερκούρη), επιστρέφει στην πατρίδα της για να ερμηνεύσει μια σύγχρονη εκδοχή της τραγωδίας του Ευριπίδη Μήδεια.
Η άγρια δολοφονία Νίκου Σεργιανόπουλου
Ήταν 4 Ιουνίου του 2008 όταν όλο το πανελλήνιο παρακολουθούσε σοκαρισμένο τις εξελίξεις της δολοφονίας του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου.Ο ηθοποιός είχε βρεθεί άγρια δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι, στον 5ο όροφο της οδού Μετεώρων 14-16. Είχε δεχτεί 21 χτυπήματα σε όλο το κορμί του από μαχαίρι. Η τραγική είδηση είχε αναστατώσει τον καλλιτεχνικό κόσμο κι όχι μόνο, ενώ ακόμα πιο σοκαρισμένη ήταν η αλλοδαπή οικιακή βοηθός του, η οποία ήταν εκείνη που το πρωινό της 4ης Ιουνίου του 2008 είχε βρει τον ηθοποιό πεσμένο στο σαλόνι του σπιτιού του και μαχαιρωμένο.
Περίπου 50 ημέρες αργότερα, η αστυνομία εξιχνιάζει το έγκλημα, συλλαμβάνοντας τον 30χρονο -τότε- Γεωργιανό βάσει δακτυλικών αποτυπωμάτων. Ο Γεωργιανός ομολογεί πως διέπραξε το έγκλημα υπό την επήρεια κοκαΐνης και ενώ του ζητήθηκε να κάνει σεξ με τον ηθοποιό παρά τη θέλησή του. Η δίκη ξεκινά με το δολοφόνο να καταδικάζεται τελικά σε ισόβια κάθειρξη το 2013.
Μετά τη δολοφονία του ηθοποιού, πέθανε από καρκίνο η αγαπημένη του αδελφή, ενώ λίγους μήνες μετά έφυγε από τη ζωή ο σύζυγός της αλλά και η μητέρα του ηθοποιού, Νικολέτα Σεργιανοπούλου.
Ο δικηγόρος της οικογένειας του Νίκου Σεργιανόπουλου, το 2019 έδωσε στο φως άγνωστες πτυχές της δολοφονίας και του χαρακτήρα του ηθοποιού.Όπως είχε πει «ο ηθοποιός δολοφονήθηκε από έναν άνθρωπο που γνώριζε πολεμικές τέχνες και ήταν πρωταθλητής στο τζούντο. Βάσει του κινητού του Νίκου, ο δολοφόνος συνελήφθη γιατί το είχε πάρει μαζί του μετά το έγκλημα κι όταν το ενεργοποίησε μπορέσαμε και τον βρήκαμε. Το δράμα αυτής της οικογένειας είναι ανεπανάληπτο. Πέθανε η αδελφή του, ο γαμπρός του, η μητέρα του, οι οποίοι θάνατοι αυτοί έρχονταν λίγο πριν από ένα δικαστήριο.Ήταν συγκλονιστικό. Ο δολοφόνος του, δεν σκότωσε μόνο τον Νίκο εκείνη τη στιγμή , «σκότωσε»τέσσερις ανθρώπους».
Το διαμέρισμα που συνέβη το τραγικό περιστατικό στην αρχή σφραγίστηκε για πολλά χρόνια. Σήμερα, σύμφωνα με πληροφορίες έχει πουληθεί.
Όλη η Ελλάδα είχε ανατριχιάσει. Το συζητούσαν σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά… Δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους. Σατανιστές να βασανίζουν, να βιάζουν, να σκοτώνουν και να κάνουν «θυσία» ανθρώπους. Ασημάκης Κατσούλας, Μάνος Δημητροκάλης, Δήμητρα Μαργέτη: Ήταν οι σατανιστές της Παλλήνης.
Ήταν 28 Δεκεμβρίου 1993 όταν έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες των συγγενών της αγνοούμενης Θοδώρας Συροπούλου, οι αστυνομικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, υπόθεση. Δυο γυναίκες είχαν γίνει θυσία στο βωμό των σκοτεινών δυνάμεων του σκότους, από τα χέρια δυο νεαρών αγοριών με τη βοήθεια μιας 18χρονης φίλης τους. Ο 20χρονος Ασημάκης Κατσούλας και ο 19 χρόνος Μανώλης Δημητροκάλης οπαδοί του Εωσφόρου, γνωστοί ως οι σατανιστές της Παλλήνης, ομολόγησαν το φρικτό έγκλημά τους. Είχαν ξεκινήσει τις δολοφονίες τους τον Αύγουστο του 1992.
Πρώτο τους θύμα, η 14χρονη Θεοδώρα Συροπούλου που έχασε τη ζωή της με τον πιο ειδεχθή τρόπο στις 27 Αυγούστου 1992. Ο Ασημάκης Κατσούλας και ο Μανώλης Δημητροκάλης οδήγησαν τη 14χρονη στο Σέσι Κορωπίου όπου αφού την έγδυσαν, τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι και τη στραγγάλισαν. Στη συνέχεια αφού ο Κατσούλας ασέλγησε στο νεκρό κορμί της, με τη βοήθεια του Δημητροκάλη την περιέλουσαν με βενζίνη και την έκαψαν.
Καρτέρι θανάτου
Τον Απρίλιο του 1993 Κατσούλας και Δημητροκάλης συναντήθηκαν τυχαία με την 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα. Μητέρα δύο παιδιών που εργαζόταν ως καμαριέρα σε ξενοδοχείο.
Προσποιούμενοι τους αστυνομικούς την επιβίβασαν στο αυτοκίνητο του Κατσούλα και στη συνέχεια την οδήγησαν σε ερημικό σημείο στο Κορωπί όπου και τη βίασαν. Το αποτρόπαιο έγκλημά τους το ολοκλήρωσε ο Κατσούλας συνθλίβοντας το κρανίο της με μια πέτρα ώστε να μην μπορούν να την αναγνωρίσουν οι αρχές.
Λίγους μήνες αργότερα και μετά από τις αγωνιώδεις προσπάθειες των συγγενών της Θεοδώρας Συροπούλου να λύσουν το κουβάρι της εξαφάνισης της, οι αρχές φτάνουν στα ίχνη των δυο δραστών. Οι συλλήψεις τους αφήνουν άφωνο όλο το πανελλήνιο. Η κοινή γνώμη σοκάρεται μες τις αποκαλύψεις για τον σατανισμό. Μαθαίνει για τις τελετές, τις θυσίες στο σατανά, τους βιασμούς, την επίκληση πνευμάτων αλλά και τα φρικτά εγκλήματα που διέπρατταν οι λάτρεις του εωσφόρου.
Οι εικόνες από τη σπηλιά που χρησιμοποιούσαν οι δράστες με τα κέρινα ομοιώματα και τις φωτογραφίες ανθρώπων καρφιτσωμένες πάνω σε αυτά προκάλεσαν, ανατριχίλα, τρόμο και αποτροπιασμό στην κοινή γνώμη.
Ποια ήταν η συμμορία των σατανιστών της Παλλήνης
Στη δεκαετία του 1990 το όνομα του Ασημάκη Κατσούλα σκορπούσε ρίγη τρόμου. Το παιδί του Εωσφόρου ή ο «μαύρος άγγελος» όπως του άρεσε να τον αποκαλούν με τα μακάβρια εγκλήματα και τις θυσίες στο όνομα του Σατάνα.
Ο έρωτας Κατσούλα – Μαργέτη και το τελευταίο τους βράδυ
Ξημερώματα 23 Δεκεμβρίου του 1993. Σε ένα μπαρ της οδού Διοχάρους στην περιοχή του Κάραβελ μια παρέα λικνίζεται στις νότες της ποπ μουσικής. Ανάμεσά τους και η Δήμητρα Μαργέτη. Οι δείκτες του ρολογιού πλησίαζαν τέσσερις το πρωί όταν η βαριά σιδερένια πόρτα του καταστήματος ανοίγει και εμφανίζεται ο 21χρονος τότε Ασημάκης Κατσούλας.
Η 18χρονη αμέσως αφήνει τα υπόλοιπα άτομα με τα οποία διασκέδαζε και σπεύδει στο πλευρό του νεαρού άνδρα με το διαπεραστικό βλέμμα. Η πανέμορφη Δήμητρα θα μείνει μαζί του ως τη στιγμή που θα αποχωρήσουν. Την ίδια ώρα ο αρχισατανιστής της Παλλήνης για όση ώρα παρέμεινε στο μπαρ σαρώνει διαρκώς το χώρο. Γύρω στις έξι το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου τα δύο μέλη της συμμορίας των Σατανιστών θα φύγουν από το μαγαζί.
Εκείνο το βράδυ όμως ήταν το τελευταίο που θα περνούσαν μαζί, καθώς λίγες ώρες αργότερα θα συλλαμβάνονταν από τις αστυνομικές αρχές. Την παραμονή των Χριστουγένννων του 1993 ο Ασημάκης Κατσούλας, η Δήμητρα Μαργέτη, αλλά και ο Μάνος Δημητροκάλης θα βρεθούν απέναντι από τους αστυνομικούς καθώς ο τρίτος της παρέας θα προσέλθει οικειοθελώς στις διωκτικές αρχές και θα ομολογήσει τα εγκλήματα που διέπραξε μαζί με τους άλλους δύο συνεργούς του. Λίγες μέρες αργότερα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, οι τρεις νεαροί σατανιστές, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και αφού ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα Πλημελλειοδικών, οδηγήθηκαν στον 19ο τακτικό ανακριτή για την απολογία τους.
Οι απολογίες, οι ομολογίες και η προφυλάκιση
Ο Ασημάκης Κατσούλας, στην εξάωρη απολογία του, προσπάθησε να διαψεύσει τις μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων του, που τον υποδείκνυαν ως «εγκέφαλο» της συμμορίας, υποστηρίζοντας πως ο ίδιος εκτελούσε απλά εντολές. Μάλιστα έδωσε στον ανακριτή τα ονόματα πέντε επιπλέον ανθρώπων, διευρύνοντας έτσι το κύκλωμα των σατανιστών. Ο Δημητροκάλης με τη σειρά του ανέφερε ενώπιον του ανακριτή ότι υπήρξε θύμα του Κατσούλα, ο οποίος τον πίεσε ψυχολογικά και ομολόγησε την ενοχή του για το πρώτο έγκλημα, αυτό της 14χρονης Θ. Συροπούλου.
Από την πλευρά της η 18χρονη Μαργέτη, υποστήριξε και αυτή πως είχε πέσει θύμα ψυχολογικού εξαναγκασμού του Κατσούλα. Οι τρεις τους κρίθηκαν προφυλακιστέοι ύστερα από ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα, ως άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια, για την πρόληψη τέλεσης αδικημάτων από μέρους τους και ως ύποπτοι φυγής.
Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, ύστερα από παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελιοδικών στις 8 Ιουνίου 1995. Την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών. Επίσης, τον Μάνο Δημητροκάλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών. Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου.
Η Μαργέτη και ο Δημητροκάλης αποφυλακίζονται το 2001 και 2009 αντίστοιχα και τo 2016 ο Ασημάκης Κατσούλας πήρε κι αυτός με τη σειρά του το αποφυλακιστήριο από τις αγροτικές φυλακές της Αγιάς Χανίων μετά από δέκα διαδοχικές αιτήσεις αποφυλάκισης οι οποίες είχαν απορριφθεί.
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.