Διδακτική ιστορία: Ο «φονιάς» καλόγερος
Μιά δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, ἔσχισε τόν ἀέρα καί πάγωσε τό αἷμα ὅλων μέσα στήν τραπεζαρία τοῦ πανδοχείου.Βοήθεια, βοήθεια, τό παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος τό παιδί μου᾽!
Πετάχτηκαν ὅλοι ἀλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν ἔξω καί τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἄφησε ἄφωνους. ῞Ενα ἑξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἡ ὁποία κείτουνταν χάμω στό ἔδαφος, κοντά στήν φάτνη πού ἦταν ἡ τροφή τῶν ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά μέ ἀναφιλητά. ῾Τό παιδί μου, σῶστε τό παιδί μου᾽, ἔλεγε ξανά καί ξανά.
Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.
Γιατί παιδάκι μου ἔφυγες ἀπό κοντά μου; ἔλεγε τώρα ἡ γυναίκα πού φαινόταν κυριολεκτικά χαμένη.
Γιατί πήγες στα ζώα; Γιατί;
Όλοι κατάλαβαν περίπου τι είχε συμβεί. ῾Η γυναίκα με το παιδάκι της έφτασε στο πανδοχείο με την άμαξα πού μόλις είχε καταφτάσει, και το παιδάκι ξέφυγε από την μάνα κι έτρεξε στο μέρος πού σιτίζονταν τα ζώα. Ένα μουλάρι ξαφνιάστηκε και τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε το παιδάκι πού εἶχε βρεθεί ἐκεῖ. Προφανώς οι κραυγές του παιδιού πανικόβαλαν περισσότερο το ζώο πού ἀνασηκωνόταν και έπεφτε προς τα κάτω διαρκώς.
Το παιδί, όσο επέτρεπε το φως του σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, με τσαλακωμένο το προσωπάκι του, χωρίς να κινείται, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι ζωής.
Κάντε πέρα όλοι, ακούστηκε η φωνή ενός από τούς πελάτες του πανδοχείου.
Είμαι γιατρός. Να δω το παιδί. Μη μαζεύεστε όλοι από πάνω του.
Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός εξέτασε το παιδί, προσπάθησε να βρει σημάδι ζωής, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Το παιδάκι δεν είχε αντέξει τα κτυπήματα του ζώου. Μπροστά τους είχαν μόνο το άψυχο κορμάκι του.
Έπεσε νεκρική σιγή. Τα πρόσωπα όλων ήταν αλλοιωμένα από το τραγικό συμβάν. Οι πιο ψύχραιμοι πήραν την γυναίκα και το παιδί και τούς έβαλαν στο πανδοχείο, προσπαθώντας όσο μπορούσαν να διευθετήσουν τα πράγματα. Άλλοι έμειναν έξω χωρίς να έχουν κατανοήσει ακόμη επακριβώς το τι διαδραματίστηκε, άλλοι άρχισαν σιγά σιγά να συζητούν χαμηλόφωνα και να σχολιάζουν το γεγονός.
Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.
Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!
Γιατί, Θεέ μου;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε.
᾽Εγώ τό σκότωσα. ᾽Εγώ εἶμαι ὁ φονιάς τοῦ παιδιοῦ᾽. Οἱ λογισμοί κατέτρωγαν τόν ἀββᾶ Παῦλο.
῏Ηρθα ἀπό τήν Ρώμη στά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός μας, ἀφιερώθηκα σ᾽ Αὐτόν, καί νά τώρα ἡ ἐξέλιξή μου. Εἶναι φανερό. ῾Ο Θεός δέν εὐλόγησε τόν ἐρχομό μου στά ῾Ιεροσόλυμα. Μόνο μέ τό αἷμα μου ἴσως ξεπλύνω τόν φόνο πού ἔκανα.
῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς:
Εἶμαι φονιάς, εἶμαι φονιάς.
Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο.
Γέροντα, ἐδῶ εἶσαι; ᾽Ανησυχήσαμε. ῞Ολοι εἶναι πιά μέσα, ἐκτός ἀπό σένα. Τί ἔχεις; Τί ἔπαθες;
῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει:
εἶμαι φονιάς, ἐγώ σκότωσα τό παιδί᾽.
Γέροντα, τρελλάθηκες; Μαζί μου μέσα στό πανδοχεῖο δέν ἤσουνα; Τί λές ὅτι ἐσύ τό σκότωσες;᾽
Τό ζῶο εἶναι δικό μου. ᾽Από τά κτυπήματά του πέθανε τό παιδί. ᾽Εγώ ἔχω τήν εὐθύνη᾽.
Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας.
Γέροντα, δέν εἶναι ἔτσι᾽ εἶπε. Τό ζῶο ἦταν στήν θέση πού τό βάλαμε. Δεμένο καί ἔτρωγε. Τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα του καί πῆγε πρός τά ἐκεῖ. ῎Αν κάποιος φέρει εὐθύνη, εἶναι ἡ ἴδια ἡ μάνα στό κάτω-κάτω πού δέν τό πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε. ᾽Εσύ λοιπόν τί εὐθύνη ἔχεις;
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν, πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.
Δέν μπορῶ νά μένω πιά στό μοναστήρι. Εἶμαι ἀνάξιος νά βρίσκομαι μαζί μέ τούς καλούς ἐκεῖ ἀδελφούς. ῾Η θέση μου εἶναι νά κλαίω γιά τό ἀνόμημά μου στήν ἔρημο καί νά ᾽μαι μαζί μέ τά θηρία᾽, μονολογοῦσε διαρκῶς.
῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν:
᾽Εγώ ἔκανα τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ καί θά κριθῶ σάν φονιάς στήν μέλλουσα κρίση᾽.
῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.
Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.
Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε ἄφοβα στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽. ῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως…!᾽
Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.
Μά, τί κάνει; ψιθύρισε ὁ ἀββᾶς.
Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.
Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.
῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτηκε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.
Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.
Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.
῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.
῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.
῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.
Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.
῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδια του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.
Λειμωνάριον, ᾽Ιωάννου Μόσχου
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος Λυθρόδοντα, dogma.gr
Ακολουθήστε το zinapost.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για Lifestyle, Showbiz, Gossip News και αποκλειστικά βιντεο.